Ο Ηλίας Βενέζης σε έκδοση της Τραπέζης της Ελλάδος (Αθήναι 1955) περιγράφει όλο το ιστορικό όπως του το διηγήθηκε ο Διοικητής της Γ. Μαντζαβίνος που του ανέθεσε να γράψει την ιστορία.
ΕΙΧΕ ΠΕΡΑΣΕΙ ο χειμώνας του 1940-41. Το ελληνικόν έθνος, καταματωμένον, είχε ήδη συνθέσει τας νέας επικάς σελίδας της ιστορίας του εις τα ηπειρωτικά βουνά. Αφού απώθησε τον Ιταλόν εισβολέα, τον πανίσχυρον, από το ελληνικόν έδαφος, είχε φέρει το μήνυμα της ελευθερίας εις την μαρτυρικήν γην της Βορείου Ηπείρου. Ήτο, αυτή, μια δόξα που η λάμψις της εγέμισε με Ελλάδα τον κόσμον.
Τέλη Ιανουαρίου του 1941 απέθανε ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς. Ως Πρωθυπουργός ωρίσθη τότε ο Διοικητής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρος Κοριζής.
Ήλθε η άνοιξις του 1941. Τότε η χιτλερική Γερμανία απεφάσισε να δώση το χέρι της εις την φασιστικήν Ιταλίαν, δια να συντριβή επιτέλους η Ελλάς. Την 5ην πρωινήν της 6ης Απριλίου του 1941 ο πρεσβευτής της Γερμανίας επεσκέφθη τον Έλληνα Πρωθυπουργόν και του ανεκοίνωσε ότι ο Γερμανικός στρατός θα επιτεθή κατά της Ελλάδος. Πράγματι αι γερμανικαί μηχανοκίνητοι μονάδες ήρχισαν να προσβάλλουν, την ιδίαν ημέραν, τα σύνορά μας από τα εδάφη τα βουλγαρικά. Τότε ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’ απηύθυνε το ακόλουθον διάγγελμα προς τον Ελληνικόν Λαόν:
«Έλληνες,
Νέος εχθρός προσέβαλε σήμερον την πρωίαν την τιμήν της πατρίδος μας. Χωρίς καμμίαν προειδοποίησιν, την ιδίαν στιγμήν κατά την οποίαν επεδίδετο από την Γερμανικήν Κυβέρνησιν εις την Ελληνικήν έν έγγραφον αναγγέλλον απλώς την ενέργειάν της, τα γερμανικά στρατεύματα εκτύπησαν τα σύνορά μας.
Ο ηρωικός μας στρατός, φρουρός ακοίμητος του ιερού μας εδάφους, το προασπίζει ήδη δια του αίματός του.
Έλληνες, ο Ελληνικός λαός, ο οποίος απέδειξεν ήδη εις τον κόσμον ότι θέτει υπέρ παν άλλο την τιμήν, θα την υπερασπισθή και έναντι του νέου εχθρού μέχρις εσχάτων. Η Ελλάς, η τόσον μικρά, την οποίαν προσβάλλει σήμερον μια ακόμη Αυτοκρατορία, είναι ταυτοχρόνως τόσον μεγάλη ώστε να μη δύναται να επιτρέψει εις κανένα να τη θίξη.
Ο αγών μας θα είναι σκληρός, τραχύς
, αμείλικτος. Δεν θα ορρωδήσωμεν προ ουδενός πόνου, δεν θα σταματήσωμεν προ ουδεμιάς θυσίας. Αλλ’ η νίκη μας αναμένει εις το τέρμα του δρόμου μας δια να στεφανώση μιαν ακόμη και οριστικήν φοράν την Ελλάδα. Εις το πλευρόν μας ίστανται πανίσχυροι σύμμαχοι, η Βρετανική Αυτοκρατορία με την ακατάβλητον θέλησίν της, και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι της Αμερικής με τους ανεξάντλητους πόρους των. Εις το πεδίον της μάχης αγωνιζόμεθα, αγκώνα προς αγκώνα, με τους αδελφούς μας Νοτιοσλαύους, οι οποίοι χύνουν και αυτοί μαζύ μας το αίμα των δια την σωτηρίαν ολοκλήρου της Βαλκανικής και της ανθρωπότητος.
Θα νικήσωμεν. Με την βοήθειαν του Θεού και την ευλογίαν της Παναγίας θα νικήσωμεν. Η ιστορία των εθνών θα γράψη ακόμη μιαν φοράν ότι η χώρα την οποίαν λαμπρύνει ο Μαραθών και η Σαλαμίς δεν υποκύπτει, δεν κάμπτεται, δεν παραδίδεται.
Όλοι μαζύ, Έλληνες, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, υψώσατε το ανάστημά σας, σφίξατε τους γρόνθους σας και σταθήτε εις το πλευρόν Μου, προασπισταί της Ελληνικής Πατρίδος, της χθεσινής, της σημερινής και της αυριανής αντάξιοι των προγόνων σας, παραδείγματα εις τους επιγόνους σας, πρόμαχοι της ελευθερίας της βγαλμένης από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά.
Εμπρός, τέκνα της Ελλάδος, εις τον υπέρ πάντων αγώνα.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β’»
Η πατρίδα μας και πάλιν επάλαιε και ημύνετο, αρνούμενη να συνθηκολογήση. Αλλ’ ο απελπισμένος αγών της ήτο πλέον μια πράξις τιμής. Τα κύματα του νέου σιδηροφράκτου γίγαντος ήρχισαν να κατακλύζουν την νικήτριαν του αλβανικού πολέμου Ελλάδα και να κατεβαίνουν προς την πρωτεύουσάν της. Οι στρατηγοί του αλβανικού μετώπου εσυνθηκολόγησαν «εν αγνοία Ημών, του Αρχιστρατήγου και της Κυβερνήσεως», καθώς έλεγε εις το διάγγελμά του της 22ας Απριλίου 1941 ο Βασιλεύς Γεώργιος Β’. Η νικήτρια στρατιά του Ελληνοϊταλικού πολέμου διελύετο. Ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κοριζής ηυτοκτόνησε την 18ην Απριλίου 1941. Την 20ην Απριλίου 1941 διωρίσθη αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και υπουργός των Ναυτικών ο υποναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου. Και την 21ην Απριλίου 1941 ωρκίζετο ως Πρωθυπουργός ο πρώην Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός.
Ήτο πλέον φανερόν ότι ολόκληρος η χώρα θα κατελαμβάνετο από τον εχθρόν. Απεφασίσθη τότε όπως ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις αναχωρήσουν από τας Αθήνας δια να συνεχίσουν τον αγώνα και να υπερασπισθούν τα συμφέροντα της χώρας. Ο Βασιλεύς και η Κυβέρνησις, τη αιτήσει και του πρεσβευτού της Μεγάλης Βρεταννίας, εκάλεσαν την Διοίκησιν της Τραπέζης της Ελλάδος να ακολουθήση την Κυβέρνησιν μεταφέρουσα την έδραν της Τραπέζης εκτός των τμημάτων της χώρας που θα κατελάμβανε ο εχθρός. Τόσον ο Διοικητής της Τραπέζης Κυριάκος Βαρβαρέσος όσον και ο Υποδιοικητής της Γεώργιος Μαντζαβίνος, υπακούοντες εις την πρόσκλησιν, ηκολούθησαν τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, με την απόφασιν να μεταφέρουν την έδραν της Τραπέζης εκεί που θα ήτο και η έδρα της ελευθέρας Ελληνικής Κυβερνήσεως. Την αναχωρούσαν Διοίκησιν της Τραπέζης συνώδευσαν και ελάχιστοι ανώτεροι υπάλληλοι αυτής, συγκεκριμένως οι Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης.
Προτού φύγει από τας Αθήνας η Διοίκησις της Τραπέζης της Ελλάδος είχε φροντίσει να μεταφέρη μακράν των Αθηνών, εις την Κρήτην, τα εις χρυσόν αποθέματα της Τραπέζης, που ήσαν περιουσία του ελληνικού λαού.
Χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωσιν, ο Διοικητής της Τραπέζης Γεώργιος Μαντζαβίνος αφηγήθη εις τον γράφοντα το χρονικόν εκείνης της μετακινήσεως της Διοικήσεως της Τραπέζης και την περιπέτειαν της διασώσεως του χρυσού της.
«Ενθυμούμαι, έλεγε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος, ότι ευθύς ως έγινε πλέον κατάδηλος η πρόθεσις της Γερμανίας να βοηθήση την Ιταλίαν εις τον αγώνα της εναντίον της Ελλάδος-αγώνα τον οποίον είχε σχεδόν χάσει-ελάβομεν μέτρα δια να μεταφερθή ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια της Τραπέζης εις ασφαλές μέρος έξω των Αθηνών. Προεκρίθη η Κρήτη, το Υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχομεν αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια. Ο χρυσός,-ο οποίος ανήρχετο εις ουγγιάς καθαρού καθ’ υπολογισμόν βάρους 610.796 και 431/000-έπρεπε πρώτον να τοποθετηθή εις ασφαλή κιβώτια. Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο τρεις ή τέσσαρες εγνώριζον εις την Τράπεζαν, παρεκλήθη το Ναυτικόν Επιτελείον το οποίον έθεσε εις την διάθεσίν μας δυο αντιτορπιλλικά, τον «Βασιλέα Γεώργιον» και την «Βασίλισσαν Όλγαν», τα οποία μετέφερον τον χρυσόν εις το Ηράκλειον. Η μεταφορά έγινε κατά τας αρχάς Φεβρουαρίου 1941, ενθυμούμαι ότι ήτο Καθαρά Δευτέρα.
Η αναχώρησις της Διοικήσεως της Τραπέζης από τας Αθήνας, κατ’ ακολουθίαν της αναχωρήσεως του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως, έγινε την 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τραπέζης Λαζαρίδης, Λεβής και Κοσμίδης, οι οποιοι θα μας συνώδευον, έλαβον εντολήν να μεταβούν εις τον Μαραθώνα και εκεί να επιβιβασθούν ενός πλοίου επιτάκτου. Το ατμόπλοιον εις το οποίον επρόκειτο να επιβιβασθούν εβυθίσθη από τα γερμανικά στούκας. Οι υπάλληλοί μας ηναγκάσθησαν να επιστρέψουν εις τας Αθήνας, και να φύγουν το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά με ένα άλλο οπλιταγωγόν. Το ίδιο επίσης βράδυ εφεύγαμεν και ημείς με την Κυβέρνησιν, επιβιβασθέντες του αντιτορπιλικού «Βασίλισσα Όλγα». Η επιβίβασίς μας έγινε υπό τραγικάς συνθήκας εις μιαν παραλίαν των Μεγάρων. Πλάϊ μας εφλέγετο ένα ατμόπλοιον που είχε προ ολίγου βομβαρδισθή από τα στούκας. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Εφεύγαμεν δι’ ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου, και κανείς μας δεν εγνώριζε εάν έμελλε να επιστρέψωμεν ζώντες.
Εφθάσαμεν το πρωί της 23 Απριλίου 1941 εις την Σούδαν. Ο Βασιλεύς είχε φθάσει προ ολίγων στιγμών με αεροπλάνον, συνοδευόμενος μόνον από τον Πρωθυπουργόν του, τον πρώην Διοικητήν της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερόν.
Δεν είχομεν προλάβει να αποβιβασθώμεν εις την Σούδαν, όταν μια επιδρομή στούκας μας ηνάγκασε να καλυφθώμεν μέσα εις ένα ελαιώνα.
Από την Σούδαν επήγαμεν εις τα Χανιά και εγκατεστάθημεν εις το Υποκατάστημα της Τραπέζης μας. Αι ημέραι εκείναι εις τα Χανιά ήσαν πολύ δύσκολοι, διότι ευθύς ως οι Γερμανοί κατέλαβον τας Αθήνας και απέκτησαν βάσιν αεροπορικήν ήρχισαν τας επιδρομάς, δυο και τρεις φοράς την ημέραν, εναντίον των Χανίων».
Η Διοίκησις της Τραπέζης, εργαζομένη υπό τας συνθήκας που περιεγράφησαν ανωτέρω εις τα Χανιά, ήρχισε να αντιμετωπίζη τα ποικίλα ζητήματα επισιτισμού, πιστώσεων κλπ. που παρουσιάζοντο, καθώς επίσης να αντιμετωπίζη τα εντελώς νέα προβλήματα τα οποία θα εδημιούργει η εγκατάστασις Ελληνικών Αρχών εκτός της Ελληνικής Επικρατείας. Μεταξύ άλλων εισηγήθη την τροποποίησιν του καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία και έγινε με τον νόμον 3004/1941, ο οποίος ώρισε ότι κατά την διάρκειαν της εχθρικής κατοχής η Τράπεζα θα εγκαθίστατο εις το εξωτερικόν εις την έδραν της νομίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως και θα ήσκει τας αρμοδιότητάς της συμφώνως προς τας διατάξεις αυτού του νόμου. Επί τη βάσει της νομοθεσίας αυτής η εις το εξωτερικόν Τράπεζα της Ελλάδος ανεγνωρίσθη μεταγενεστέρως από την Μεγάλην Βρεττανίαν και τας Ηνωμένας Πολιτείας ως η μόνη νομίμως εκπροσωπούσα τα συμφέροντα της Τραπέζης και δικαιουμένη να διαχειρίζεται τα εις το εξωτερικόν διαθέσιμα της Τραπέζης σύμφωνα με το καταστατικόν και τους νόμους.
Τα επιφέροντα τροποποιήσεις του καταστατικού της Τραπέζης της Ελλάδος άρθρα του Α.Ν. 3004/1941, εκδοθέντος εις τα Χανιά, έχουν ως εξής:
Η Τράπεζα της Ελλάδος εδρεύει εν τη αυτή πόλει, εν η εδρεύει η νόμιμος Κυβέρνησις της χώρας. Εν τη αυτή πόλει ευρίσκεται το Κεντρικόν Κατάστημα αυτής.
Η Τράπεζα της Ελλάδος διοικείται ως ακολούθως: α) Πάσαι αι αρμοδιότητες, αι ανατιθέμεναι υπό του καταστατικού εις τον Διοικητήν της Τραπέζης και εις το Συμβούλιον Διευθύνσεως, ασκούνται υπό του Διοικητού. β) Πάσαι αι αρμοδιότητες, αι ανατιθέμεναι υπό του καταστατικού εις το Γενικόν Συμβούλιον ασκούνται υπό του Διοικητού, αι σχετικαί αποφάσεις του οποίου υπόκεινται εις την έγκρισιν του Προέδρου της Κυβερνήσεως. γ) Πάσαι αι αρμοδιότητες, αι ανατιθέμεναι υπό του καταστατικού εις την Γενικήν Συνέλευσιν, ασκούνται παρά του Υπουργικού Συμβουλίου, προτάσει του Διοικητού της Τραπέζης.
«ΟΤΑΝ ΗΡΧΙΣΕ να διαγράφηται ως επικειμένη η κατάληψις της Κρήτης υπό των Γερμανών-αφηγήθη εις τον γράφοντα, μετά την απελευθέρωσιν, ο Διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος-ηρχίσαμεν να προνοούμεν και δια την μετακίνησίν μας έξω της Ελλάδος. Θέμα κύριον ήτο δι’ ημάς πάλιν να περισώσωμεν τον χρυσόν του αποθέματος και να τον μεταφέρωμεν εις την χώραν ασφαλή. Τοιαύτη χώρα ήτο η Νότιος Αφρική. Ο χρυσός θα έπρεπε να μεταφερθή από το Ηράκλειον εις την Πραιτώριαν, έδραν της Κεντρικής Τραπέζης της Νοτίου Αφρικής. Απεφασίσθη να μεταφερθή ο χρυσός πρώτον εις την Σούδαν, και από εκεί να φορτωθή εις άλλο πλοίον δια το μακρυνόν του ταξίδι.
Η μεταφορά του χρυσού από το Ηράκλειον εις την Σούδαν έγινε με ένα μικρόν ρυμουλκόν αγγλικόν, που ελέγετο «Σάλβυα», και εκυβερνάτο από ένα έφεδρον αξιωματικόν του αγγλικού εμπορικού στόλου. Υπό διαρκείς επιθέσεις στούκας ο χρυσός μετεφέρθη από το Υποκατάστημα Ηρακλείου εις τον λιμένα του Ηρακλείου, και από εκεί εφορτώθη εις το ρυμουλκόν, εις το μικρόν πλήρωμα του οποίου προσετέθησαν, ως συνοδοί του χρυσού, οι υπάλληλοι της Τραπέζης Αριστείδης Λαζαρίδης και Μίνως Λεβής.
Όταν εξεκίνησε το «Σάλβυα» τα στούκας, τα οποία το παρηκολούθουν, επετέθησαν εναντίον του. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατώρθωσε τότε με τα μικρά του αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψη δυο από τα γερμανικά αεροπλάνα. Υπό συνεχή συναγερμόν, και με τον χρυσόν όλον εις το κατάστρωμα του ρυμουλκού, το «Σάλβυα» έφθασε τέλος εις την Σούδαν.
Από εκεί ήρχιζε το νέον δύσκολον εγχείρημα. Τα κιβώτια του χρυσού έπρεπε να μεταφορτωθούν από το «Σάλβυα» εις το πλοίον που είχε ορίσει ο Άγγλος ναύαρχος δια να παραλάβη τον χρυσόν και να τον μεταφέρη εις την Αλεξάνδρειαν, πρώτον σταθμόν του ταξιδίου. Ο Άγγλος ναύαρχος της Μεσογείου, παρ’ όλον ότι εμαίνετο η ναυμαχία την προηγουμένην εσπέραν και την ημέραν εκείνην εις το Κρητικόν πέλαγος, είχε δεχθή να αποσπάση από την μοίραν του μιαν αξιόμαχον μονάδα, το καταδρομικόν «Διδώ», και να το θέση εις την διάθεσιν τις Τραπέζης της Ελλάδος δια την μεταφοράν του χρυσού.
Πάλιν υπό συνεχή συναγερμόν και βομβαρδισμόν των στούκας ο χρυσός μεταφορτώθη εις το καταδρομικόν, με την βοήθειαν και των Άγγλων ναυτών. Πλάϊ εις την «Διδώ», που τα πυροβόλα της διαρκώς έβαλλον, ήρχισε βληθέν να καίεται ένα Δανικόν πλοίον. Όλη αυτή η εργασία εγίνετο με απιστεύστως νευρικόν ρυθμόν, διότι ο Άγγλος Κυβερνήτης, φοβούμενος δια το πλοίον του, εβιάζετο να το θέση εις κίνησιν, και υπήρχε κίνδυνος ένα μέρος του πολυτίμου φορτίου, καθώς μετεφορτώνετο, να πέση εις την θάλασσαν. Ευτυχώς η μεταφορά έγινε εις τα κύτη του «Διδώ» χωρίς καμμίαν ζημίαν. Μόνον ένα κιβώτιον. Ενώ μετεφέρετο εις το κύτος του καταδρομικού, έσπασε και το κύτος εγέμισε από χρυσάς λίρας. Αυτό ανησύχησε πολύ τον Άγγλον Κυβερνήτην και διέταξε ένα συνεργείον ναυτών, ενώ το «Διδώ» έπλεε προς Αλεξάνδρειαν, να μαζέψη τας χρυσάς λίρας. Όλαι αι χρυσαί λίραι του κιβωτίου που είχαν σκορπίσει ευρέθησαν. Εκτός μιας».
«ΕΠΕΙΤΑ από ολίγας ημέρας η Διοίκησης της Τραπέζης της Ελλάδος εχωρίσθη εις δυο-αφηγήθη ο Γεώργιος Μαντζαβίνος εις τον γράφοντα. Ο Πρωθυπουργός, μαζύ με τον Διοικητήν της Τραπέζης Κυριάκον Βαρβαρέσον, ηναγκάσθησαν να απομακρυνθούν εις ένα χωρίον μακράν του Υποκαταστήματος Χανίων μιαν περίπου ώραν. Εκεί απεκλείσθησαν, διότι εις το μεταξύ ήρχισαν να πίπτουν Γερμανοί αλεξιπωτισταί. Εγώ έμεινα εις τα Χανιά δια να προνοήσω δια την μεταφοράν όλων εις την Αίγυπτον, όπου απεφασίσθη να καταφύγωμεν. Η περιπέτεια του Βασιλέως, του Προέδρου της Κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερού και του Διοικητού της Τραπέζης Κυριάκου Βαρβαρέσου, όταν έφευγον από την Κρήτην, είναι γνωστή. Ηναγκάσθησαν, οδοιπορούντες, να φθάσουν εις το άλλο άκρον της νήσου, δηλαδή από την πλευράν της Μεσογείου προς την πλευράν του Λιβυκού πελάγους, όπου θα επεβιβάζοντο αντιτορπιλλικού δια να φθάσουν εις Αλεξάνδρειαν. Ημείς επεβιβάσθημεν οπλιταγωγού-εις τας 22 ή 23 Μαΐου-και ανεχωρήσαμεν από τα Χανιά με κατεύθυνσιν προς την Αλεξάνδρειαν. Όταν εφθάσαμεν εις την Αλεξάνδρειαν είχαν ήδη μεταφερθή εκεί και τα κιβώτια του χρυσού, τον οποίον εναποθηκεύσαμεν προσωρινώς εις το Υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης της Αιγύπτου.
Η Κυβέρνησις και η Διοίκησις της Τραπέζης εγκατεστάθησαν τότε εις την Αλεξάνδρειαν. Είχομεν εκεί να αντιμετωπίσωμεν σπουδαία ζητήματα τα οποία εκκρεμούσαν μεταξύ της Ελλάδος και των Συμμάχων της, ιδίως ζητήματα φορτίων τροφίμων που ευρίσκοντο καθ’ οδόν δια την Ελλάδα προ της καταλήψεώς της. Είχομεν επίσης να φροντίσωμεν δια την περαιτέρω τύχην του χρυσού.
Κατόπιν παραμονής ενός μηνός εις Αλεξάνδρειαν, το Κεντρικόν της Τραπέζης μας μετεφέρθη εις το Κάϊρον, τρίτην κατά σειράν έδραν της Διοικήσεως της Τραπέζης. Εν συμφωνία μετά των Συμμαχικών Αρχών ερρυθμίσαμεν τα της μεταφοράς του χρυσού της Τραπέζης, μέσω του Σουέζ, εις Πραιτώριαν. Τον (Αξίζει να μνημονευθή εδώ ότι όταν η Διοίκησις της Τραπέζης της Ελλάδος εζήτησε από την Εθνικήν Τράπεζαν της Αιγύπτου να της παραδώση τον χρυσόν που είχε εναποθηκευθή εις το Υποκατάστημα της Αλεξανδρείας ευρέθη προ εντόνου αντιρρήσεως της Αιγυπτιακής Τραπέζης. «Ημείς γνωρίζομεν ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι εις τας Αθήνας» έλεγαν οι Αιγύπτιοι, υποκινούμενοι προφανώς από άλλους. Παρέστη ανάγκη πολλών εντόνων διαβημάτων δια να παραδοθή, τέλος, ο χρυσός) ετοποθετήσαμεν εις φορτηγά αυτοκίνητα, και υπό την συνοδείαν τανκς τον μετεφέραμεν μέσω της ερήμου εις το Σουέζ. Εκεί εφορτώθη εις επίτακτον εμπορικόν πλοίον, εις το οποίον επεβιβάσθη και ο Διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζύ με έναν ακόμη υπάλληλον. Έτσι ο χρυσός μετεφέρθη εις Durban της Νοτίου Αφρικής, όπου εις το μεταξύ εφθάσαμεν και ημείς. Εκεί εφορτώθη εις ειδικήν αμαξοστοιχίαν, την οποίαν είχε την καλωσύνην να θέση εις την διάθεσίν μας ο Στρατάρχης Σμάτς. Και με την συνοδείαν πάντοτε του Διευθυντού Αριστείδη Λαζαρίδη, ο χρυσός μεταφέρθη εις Germiston της Νοτίου Αφρικής όπου εξηλέχθη και ετάκη. Σημειώ εν προκειμένω ότι, εκ του λόγου ότι ο μεταφερθείς χρυσός απετελείτο από διάφορα χρυσά νομίσματα, ως και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξιν εις την Ελλάδα χρυσών αντικειμένων, ήτο ανάγκη να μετατραπή εις ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον κεκανονισμένον βαθμόν καθαρότητος.
Εκ της ανατήξεως του χρυσού, η οποία εξετελέσθη υπό την επίβλεψιν της South African Reserve Bank, Εκδοτικής Τραπέζης της Ν. Αφρικής, παρά της εν Germiston της Ν.Αφρικής Rand Refinery Ltd προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητος βάρους ουγγιών 608.350 και 790/000. Ο χρυσός αυτός εις ράβδους μετεφέρθη εις Πραιτώριαν, όπου και εναπετέθη προς φύλαξιν εις τα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανατήξεως του χρυσού υπήρξαν ελάχιστα, διότι λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθή απεφύγαμεν να πληρώσωμεν ασφάλιστρα τα οποία θα ανήρχοντο, κατά τους μετριωτέρους υπολογισμούς, εις 500.000 λίρας”. (Εις την πρώτην συνέλευσιν των μετόχων της Τραπέζης, μετά την απελευθέρωσιν, την 22 Νοεμβρίου 1947, ο Διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος έλεγε σχετικώς: «Οφείλω να εκφράσω ιδιαιτέρως και από της αιθούσης ταύτης την ευγνωμοσύνην του ιδρύματος τόσον προς την South African Reserve Bank όσον και προς τον υπέροχον Κυβερνήτην της Ν. Αφρικής Στρατάρχην Smuts δια την βοήθειαν την οποίαν μας παρέσχον και την πραγματικώς ιπποτικήν φιλοξενίαν του τελευταίου, του οποίου τα φιλελληνικά αισθήματα εδόθη εις το έθνος πλειστάκις η ευκαιρία να εκτιμήση».).
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ το χρονικόν της διασώσεως του εις χρυσόν αποθέματος της Τραπέζης της Ελλάδος. Σημειώνεται εδώ ότι η Ελλάς υπήρξε η μόνη από τας καταληφθείσας χώρας της οποίας ο χρυσός μετεφέρθη εξ ολοκλήρου εις το εξωτερικόν και διέφυγε την γερμανικήν αρπαγήν.
Τα της μετακινήσεως της Διοικήσεως της Τραπέζης έξω της Ελλάδος αφηγήθη, εν συνεχεία, εις τον γράφοντα ως εξής ο Διοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος: “Έπειτα από μικράν διαμονήν εις την Πραιτώριαν και το Γιοχάνεσμπουργκ, και διακανονισθέντος του θέματος του χρυσού, μετέβημεν εις Κέϊπ-Τάουν από όπου, μαζύ με τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, ανεχωρήσαμεν δια την μόνιμον πλέον εν τη ξένη προσωρινήν έδραν μας, το Λονδίνον, που είχε ορισθή ως έδρα και των λοιπών εν εξορία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Το ταξί ήτο επίπονον και δραματικόν, υπό συνεχή απειλήν επιθέσεως υποβρυχίων. Αντί της συνήθους διαρκείας 10 ημερών, το ταξίδιον διήρκεσε 28 ημέρας διότι επλέομεν με κατεύθυνσιν όχι κατ’ ευθείαν προς την Αγγλίαν, αλλά παραπλέοντες τας ακτάς της Νοτίου Αμερικής, δια να προφυλασσώμεθα από τα υποβρύχια. Ταξιδεύοντες ηκούαμεν τας γερμανικάς εκπομπάς του ραδιοφώνου εξ Αθηνών αι οποίαι έλεγον:
«Γνωρίζομεν ότι από το Κέϊπ-Τάουν οι φυγάδες επεβιβάσθησαν ενός πλοίου. Αλλά δεν θα μας ξεφύγουν, ούτε θα φθάσουν εις τον τόπον του προορισμού των. Προετοιμάζομεν τον υγρόν τους τάφον εις τον Ατλαντικόν Ωκεανόν».
Τας νύκτας εταξιδεύαμεν με όλα τα φώτα σβηστά, και τας ημέρας εγίνοντο επί του πλοίου διαρκή γυμνάσια του τι θα κάμωμεν εις περίπτωσιν υποβρυχιακής επιθέσεως ή αεροπορικού βομβαρδισμού. Το ταξίδι διεκόπη εις Τρινιντάντ δια τον ανεφοδιασμόν του πλοίου με καύσιμα. Εζήσαμεν δυο ημέρας εις ένα καθαρώς τροπικόν κλίμα: θερμοκρασία αφόρητος, υγρασία και βροχή τροπική. Ευρίσκαμεν χαράν όχι όταν εβγαίναμεν, αλλά όταν κατεφεύγαμεν εις το πλοίον. Ο πλέον επιεικής μας εστάθη Ωκεανός, διότι εκτός τριών ημερών αφορήτου τρικυμίας αι άλλαι ημέραι του Ωκεανού υπήρξαν ήρεμοι.
Εφθάσαμεν εις το Λίβερπουλ, όπου υπεδέχθη τον Βασιλέα ο Δουξ του Γκλώστερ. Εις το Λονδίνον εφθάσαμεν την 22 Σεπτεμβρίου 1941. Εις τον σταθμόν του Λονδίνου υπεδέχθη τον Βασιλέα και την Ελληνικήν Κυβέρνησιν ολόκληρος η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, ο Πρωθυπουργός Τσώρτσιλ, ο Υπουργός των Εξωτερικών Ήντεν και άλλα μέλη της Αγγλικής Κυβερνήσεως.
Εκεί εγκατεστήσαμεν το Κεντρικόν Κατάστημα του Ιδρύματος, δηλαδή την έκτην κατά σειράν προσωρινήν έδραν της Τραπέζης της Ελλάδος εκτός των Αθηνών».
ΕΝΩ Η ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ του Ιδρύματος εγκαθίστατο εις την έδραν της εξορίας της εις την ξένην, διασώζουσα τα εις χρυσόν αποθέματα της Τραπέζης-ελπίδα των Ελλήνων δια την μεταπολεμικήν ανασυγκρότησιν της χώρας-και δια να βοηθήση τον Βασιλέα και την νόμιμον Κυβέρνησιν εις τον αγώνα εναντίον των κατακτητών της πατρίδος, το άλλο σώμα, το κύριον, της Τραπέζης της Ελλάδος, έμενε εις την θέσιν του δια να μαρτυρήση, καθώς εμαρτύρησε όλον το έθνος τους χρόνους που διήρκεσε η δουλεία του.
*Πηγή: Ηλία Βενέζη, Χρονικόν Τραπέζης Ελλάδος, 1955, Αρχείο Ευάγγελου Γ. Σπύρου