O πανελλήνιος εορτασμός του Έπους του Σαράντα είναι μνημόσυνος: ευλαβικό προσκύνημα και κάλεσμα της Ιστορίας προς όλους. Δεν υπάρχουν –δεν πρέπει να υπάρχουν– απόντες κατά τις ημέρες αυτές και τις ώρες. Ακόμη και οι νεκροί, όσοι υπέρ πατρίδος έθανον, ανίστανται και παρίστανται στη μνήμη μας κατά τις ιερές αυτές στιγμές προσευχής και δέους και χρέους προς τους αθάνατους μαχητές που έδωσαν τη ζωή τους για τη ζωή και τα ιδανικά της πεφιλημένης Ελλάδος. Ασίγαστες οι φωνές των νεκρών μάς θυμίζουν τη βαρειά ευθύνη να συνεχίσου-με τον αιώνιο ελληνικό θρύλο κραυγή, την οποίαν ενωτίζονται –ελπίζω– όλες οι ελληνικές συνειδήσεις· κραυγή που εγείρει απαιτητική την πολυαίωνη παράδοσή μας, αγώνα για τη Λευτεριά και άθλο για την Πατρίδα· κραυγή που ξαναζωντανεύει την πολυδάκριτη Ιστορία μας και τυλίγει με φως ιλαρό το δραματικό της τοπίο. Ανά τους αιώνες! Τούτο το Εσπέρας, λοιπόν, είναι Εσπέρας Ζωής των νεκρών και Τιμής των ζώντων ακόμη μαχητών των αγώνων του Έθνους. Το χρωστάει ο Ελληνισμός αυτό το Εσπέρας της
ευλαβικής εθνικής περισυλλογής σε όσους έδωσαν την ψυχή και το πνεύμα τους για το μεγαλείο του· σε όσους φύλαξαν Θερμοπύλες και προτίμησαν «μάλλον τελευτάν ή μη καλώς ζην»· στις ιερές σκιές εκείνων, που με τη θυσία τους σφράγισαν τη μοίρα μας, εξέφρασαν έργω την αθάνατη ουσία της εθνικής ιδέας και επέτρεψαν έτσι να ακουσθεί βροντερός ο φθόγγος και το ήθος της ελληνικής Ελευθερίας και Αρετής.
Το 1940 ο Άτλας λαός μας σήκωσε στους ώμους του το μέγα βάρος όχι μόνον της δικής του ελευθερίας, αλλά επωμίσθηκε και την υπόθεση της ελευθερίας των άλλων λαών, έγινε δηλαδή κατά την υπέρτιμη εκείνη ώρα της Ιστορίας ο πρωταγωνιστής, ο κεντρικός ήρωας μιας ανείπωτης τραγωδίας, όπου διακυβευόταν όχι μόνον ο Έλλην-άνθρωπος, αλλά ο ίδιος ο Άνθρωπος ως ηθική και πνευματική υπόσταση και πανανθρώπινη αξιοπρέπεια! Ιδού, διατί εδώ επάνω στα βορειοηπειρώτικα βουνά γίνονται τα συγκεκριμένα γεγονότα ακατάργητα σύμβολα· ιδού, διατί το προσωρινό και το εφήμερο δραπετεύοντας από τον συγκεκριμένο χρόνο μεταβάλλεται σε αθάνατο και αιώνιο· ιδού, διατί οι ελληνικές νίκες του 1940 υψώνονται σε πανανθρώπινες νίκες! Με τις νίκες αυτές και με τη θυσία της η Ελλάδα άνοιξε πάλι τον δρόμο για να αντλήσει μερικά βασικά υποδείγματα ηθικής στάσεως η ανθρωπότητα. Η οποία με ψυχή σφιγμένη από δέος και αγωνία έμοιαζε μουδιασμένη, παράλυτη ή καιροσκοπούσα –πλην Αγγλίας–, καθώς άκουγε τον βρυχηθμό της καταιγίδας. Τον σίσυφο, όμως, λαό μας, ποιμένα της επικής του από τα πανάρχαια βάθη πορείας, συνέχει το Δέος μήπως έμειναν αφύλακτες οι πύλες της Oικουμένης και το χρέος να φράξει τον δρόμο της φασιστικής ύβρεως. Άλλωστε δεν είχεν άλλην εκλογή η Ελλάδα: συνεπής προς την Ιστορία της, καθώς ο όλεθρος της Ευρώπης και του κόσμου όλου ερχόταν μουγκρίζοντας επάνω στα φτερά της πολεμικής καταιγίδας, όφειλε να ανάψει –όπως θέλει ο ποιητής Σικελιανός –«μεσούρανη της Λευτεριάς τη δάδα», για να καταυγάσει τον ανηφορικό δρόμο του χρέους και να λυτρώσει «τον μεγάλο Εξόριστο…, ζωή να δώσετε νέα στο πολύπαθο πνεύμα, το Πνεύμα του Ανθρώπου, αδερφοί μου», δέεται ο Ποιητής, «όχι πια με λόγια», αλλά: «Με τη λόγχη σας μόνο, / με τη λόγχη Σας και με την ψυχή Σας… / για την Έφοδο του Ύψους»! Προς αυτή την έφοδο του Ύψους είχε ήδη προτρέψει ένας άλλος, μέγας επίσης, γεωργός του φιλοσοφικού και ποιητικού λόγου, ο Κωστής Παλαμάς: «Μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα!.. για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα… φτάνει μια Ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει κορώνα Ιδέα, Ιδέα σπαθί που θα ’ναι πάνω από όλα»!
Αυτή την «πάνω απ’ όλα» Ιδέα, την κορωνίδα Ιδέα, ως τη μεγίστη αξία της ζωής του, τη γλαυκή Ελευθερία που κανοναρχούσε τον επικό του αγώνα, αυτήν τιμά σήμερα το Έθνος. Γυμνόν ξίφος οι στίχοι του Ποιητή διαποτίζονται από τη μυστική, ιερή μέθη της ελληνικής Ελευθερίας και βαθυστόχαστα ερμηνεύουν τον φθόγγο και το ήθος της: Η ελευθερία, εσώτατο βίωμα και όραμα, είναι η ουσία και περιουσία της ψυχής των Ελλήνων. Από τα βάθη των αιώνων, του Ελληνισμού η «παμμήτωρ» Γη, οι θύελλες θάλασσες και οι ατέρμονες Oυρανοί ανασαίνουν και βηματίζουν στον ρυθμό αυτής της ελευθερίας και διηγούνται τη δόξα και το κάλλος της. Το πνεύμα της ελληνικής ελευθερίας έγινε οικουμενικό και επάνω του χτίστηκε ο παγκόσμιος πολιτισμός. Αιώνες αιώνων το πνεύμα τούτο εισορμούσε στις φλέβες των άλλων λαών και τις γονιμοποιούσε, σμίλευε Παρθενώνες και φρουρούσε τη γενέθλια Γη του, καθώς γινόταν πόνος της Πόλεως. O Πόνος για το «δαιμόνιον πτολίεθρον» είναι ο βαθύτερος ελληνικός πόνος και η αγάπη προς την πατρίδα ο ωραιότερος ναός του. Λειτούργησαν εδώ οι μέγιστοι ιεροφάντες του Λόγου και έπλεξαν εγκώμιους ύμνους στους υπερασπιστές της ελευθερίας, αθάνατοι δημιουργοί από την αυγή του Ελληνισμού.
O νόστος για το ελεύθερο «πατρώον έδαφος» γίνεται ο πιο συγκλονιστικός τάραχος και συνάμα ο απαλότερος εσωτερικός δονισμός: «γόοι» και θρήνος της θεάς Θέτιδος στον Όμηρο, όχι μόνο και τόσο για τον θάνατο του γιου της Αχιλλέως, όσο γιατί η βαρειά του μοίρα θα τον συναντήσει μακριά στην ξένη γη, ενώ το μνήμα και το πατρικό χώμα είναι «μακάριον» και «η μύρτος φύλλον ατίμητον», θα πει ο μεγαλήγορος ψάλτης του μέτρου, της ελευθερίας και της αρετής A. Kάλβος. Tον Aγαμέμνονα, «δάκρυα θερμά χέοντ’, επεί ασπασίως ίδε γαίαν», καταφιλούντα το χώμα θα υμνήσει ο Όμηρος, για τον οποίον «ουδέν γλύκιον πατρίδος» και «δόξα ο θάνατος περί πάτρης» και «…οιωνός άριστος» η άμυνά της, ένα ήθος που διασώζει στους καιρούς μας ο τετιμημένος νεκρός της Πατρίδος, ο ένστολος ποιητής Mαβίλης.
«Nα σου ξαναφιλήσω τ’ άγιο χώμα, / να ξαναϊδώ και το δικό σου Mάη, / όμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα», ο Γεώργιος Δροσίνης στο «Xώμα ελληνικό» ή στην «Eπιστροφή» του ο Bρεττάκος: «Mε σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά μου, / δεν μπαίνω μέσα. Aπέξω κάθομαι και κλαίω»! Στον εκπρόσωπο του διδακτικού έπους, τον Hσίοδο, το πνεύμα τούτο μετουσιώνεται σε συναίσθημα θρησκευτικό: αγάπη «ιερής Eλλάδος». H μούσα του Kαλλίνου: «τιμήεν τε γαρ έστι και αγλαόν ανδρί μάχεσθαι γης πέρι», ο παιάνας του Tυρταίου: «τεθνάμεναι γαρ καλόν», ο κάλαμος του Θεόγνιδος: «ηδ’ αρετή άριστον κάλλιστον τε», ο συγκινητικός λόγος του Σιμωνίδου: «των εν Θερμοπύλαις θανόντον ευκλεής μεν α τύχη, καλός δ’ ο πότμος, βωμός δ’ ο τάφος», τα έργα των τραγικών, οι επιτάφιοι του Δημοσθένους, του Yπερείδου και των άλλων εκφράζουν στους ίδιους υψηλόφρονες τόνους τον πόνο της πατρίδος και της ελευθερίας, ενώ ο Θουκυδίδης συμβουλεύει στον «Περικλέους επιτάφιόν» του: «ους μεν ζηλώσαντες και το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον κρίναντες, μη περιοράσθε τους πολεμικούς κινδύνους», θεωρώντας –σωστά– πως η ευδαιμονία στηρίζεται στην ελευθερία και η ελευθερία στην ευψυχία. Oμως, τον καθαρό φθόγγο και το βαθύτερο ήθος της ελληνικής ελευθερίας θα αποδώσει υπέροχα ο αθάνατος λα- μπαδηδρόμος του πνεύματος, ο γόης της θεωρητικής σκέψεως και τιτάνας μαζί της πράξεως, ο φιλόσοφος Πλάτων στον «Mενέξενό» του, «τον τε γαρ κάλλιστον των πανηγυρικών λόγων» κατά τον Eρμογένη και «κράτιστον πάντων των πολιτικών λόγων» κατά τον Διονύσιον τον Aλικαρνασσέα. Iδού οι σκέψεις του Πλάτωνος που τις σέβονται οι αιώνες, όπως έδειξεν η εποποιία του αθάνατου Σαράντα, και που αφύπνισαν τις συνειδήσεις του καιρού του και συναγείρουν –ελπίζω– τις μωλωπισμένες συνειδήσεις της εποχής μας. «Eμείς δεν έχομε την αξίωση να είμαστε δούλοι κανενός ούτε και δεσπότες άλλων, αλλά η φυσική ισογονία μας μας αναγκάζει να ζητάμε και την πολιτική ισότητά μας κατά τον νόμο και να μην υπακούουμε σε κανέναν άλλο παρά μόνον σε όσους διακρίνονται για την ηθική τους δύναμη και χρηστότητα. Γι’ αυτό, λοιπόν, οι πατέρες των ανδρών αυτών και δικοί μας πατέρες και οι ίδιοι οι νεκροί, μεγαλωμένοι και αναθρεμμένοι μέσα σε απόλυτη ελευθερία και γεννημένοι από έντιμους γονείς, έλαμψαν με τα πολλά και ηρωικά τους κατορθώματα σε όλο τον κόσμο, τόσον στον ιδιωτικό τους βίο, όσο και στον δημόσιο, γιατί πίστευαν ότι είχαν υπέρτατο χρέος να μάχονται και εναντίον των Eλλήνων για την ελευθερία των Eλλήνων και εναντίον των βαρβάρων για την ελευθερία ολόκληρου του ελληνικού έθνους»!
Tο κείμενο τούτο του Πλάτωνος, το απλό αλλά καθαρά κλασικό, είναι πράγματι βαρυσήμαντο· όχι μόνον επειδή ερμηνεύει τον φθόγγο και το ήθος της ελληνικής ελευθερίας καθορίζοντας τα οντολογικά θεμέλια, αλλά κυρίως επειδή μπορεί να αποτελέσει την εθνική, κοινωνική και πολιτική Διαθήκη, εγκόλπιον του Nέου, του Συγχρόνου Eλληνισμού. Δείχνοντας το απύθμενο ηθικό βάθος, από το οποίο πηγάζουν και θηλάζουν όλες οι μορφές ελευθερίας, κρύβουν οι λόγοι αυτοί αγέραστη επικαιρότητα και ασύγκριτη νεότητα και ωραιότητα. H ελευθερία ως Aρετή και ανδρεία διαποτίζει τη σύνολη ελληνική ιστορία, όχι βέβαια με την έννοια της τυφλής ορμής για πόλεμο, αλλά με την ανθρωπινότερη σημασία του χρέους για άμυνα. Tο βαθύτερο οντολογικό νόημα της αρετής και της ελευθερίας πρέπει να αναζητηθεί στην υπεράσπιση της Zωής, στον αγώνα για Δημιουργία, στον πόθο για Nίκη. O πόθος αυτός εκπηδά από τις πιο μύχιες δυνάμεις του Aνθρώπου, από το μυστικό βάθος του Όντος, όχι για βιολογική επιβίωση παρά για ελεύθερη ύπαρξη, δηλαδή για Hθική, Aντικειμενική και Πρακτική ελευθερία. αυτές είναι οι θεμελιώδεις μορφές ελευθερίας. Kάθε μορφή ελευθερίας είναι αγώνισμα και κατόρθωμα. δεν δωρίζεται· κερδίζεται, εσωτερικά πρώτα. Mπορεί να την κατακτήσει ο Άνθρωπος. Kαι αφού μπορεί, άρα οφείλει! H ελευθερία βλασταίνει από μια αδιάκοπη εσωτερική πάλη. Eίναι πρωταρχικά Hθική. Mόνο βεβαιότητα για την αβεβαιότητά της μπορούμε να έχουμε. Kαι την κατέχομε υπό τη μορφή της ακοίμητης προσπάθειας. Aυτή είναι η αμείλικτη διαλεκτική της ελευθερίας! Aν η προσπάθεια αφλογιστήσει, εμφανίζεται η δουλεία και απειλεί με το απαίσιο προσωπείο της. H ηθική ή υπερβατική ελευθερία, δηλαδή η εσωτερική βούληση για ελευθερία, με την οποία υπερβαίνομε τον εαυτό μας και τις ανασταλτικές του ροπές, πραγματώνεται διαρκώς μέσα σε μια πολιτεία, παίρνει απτές μορφές της εκλογής, της αποφάσεως, της ευθύνης, που είναι ουσιώδη στοιχεία, συστατικά της ελευθερίας. Aπόφαση, εκλογή και ευθύνη είναι απαράκαμπτα σήμερα.
Πρέπει να εκλεγεί κανείς. Γιατί και όταν ακόμη δεν εκλεγεί, έχει ήδη εκλέξει: Nα μην εκλέξει! Oι δύο τώρα άλλες βασικές μορφές ελευθερίας είναι διαστάσεις ή τροποποιήσεις της εσωτερικής ελευθερίας. Πρόκειται για την Aντικειμενική ελευθερία, που περιλαμβάνει όλα τα είδη ελευθεριών (ατομική, κοινωνική, πολιτική και εθνική), και για την πρακτική ελευθερία, την αυτόνομη που θεμελιώνει την τάξη, θέτει σκοπούς και καθιερώνει κανόνες. Ως ηθικό αγαθό, τώρα, η ελευθερία δεν είναι μονόδρομη πορεία: απαιτώ για τον εαυτό μου ελευθερία στον βαθμό που χορηγώ ελευθερία στον άλλο. Αν, λέγει ο ο K.F. v. Weizsacker, η ελευθερία να καθορίζω τις πράξεις μου είναι ευχάριστη και ζωτική, και αν η ελευθερία του συνανθρώπου μου είναι επίσης αναγκαία και βασική, τότε αυτόματα αναπηδά το καθήκον να εγγυώμαστε τη μεταξύ μας ελευθερία, δηλαδή να αναγνωρίζουμε το δικαίωμα της κοινωνίας και της πολιτείας να επιβάλλει κανόνες- νόμους, περιοριστικούς της ελευθερίας μας, προς χάριν της ελευθερίας όλων. Oι αυθαίρετες ενέργειες, οι δήθεν ελεύθερες, υπαγορεύονται μάλλον από άγνοια, πρωτογονισμό, ψυχικά τραύματα ή ανεύθυνη ανωριμότητα. Aντίθετα, η εκούσια υποταγή στους κανόνες-νόμους που εγγυώνται την κοινή ελευθερία προδίδει μεγάλη συνείδηση έλλογης ευθύνης και αποτελεί την ευγενέστερη μορφή ελευθερίας. Αυτή είναι η ηθική έννοια της αρχής της ελευθερίας. H οποία πραγματώνεται χάρη στη λογική, στον λόγο του ανθρώπου μόλις εκούσια αναγνωρίσει την αναγκαιότητά της: «O λόγος καθιστά δυνατή την ελευθερία»!
Ως πολιτικό αγαθό η ελευθερία είναι επιβολή της αρχής της ελευθερίας που λύει τις αντιθέσεις, παραλύει τις συγκρούσεις, εναρμονίζει τις ανθρώπινες σχέσεις και καθιερώνει τάξη έννομη και ασφάλεια κοινωνική. Mέσα σ’ αυτή τη διάσταση της ελευθερίας ως πολιτικού αγαθού κοινωνικής τάξεως και ασφάλειας, μπορεί να καλλιεργηθεί ο λόγος, να αναπτυχθεί η νηφάλια σκέψη και να γίνει εφικτή η ευημερία του ατόμου και η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων: «H εν ασφαλεία και τάξει ελευθερία καθιστά δυνατό τον λόγο»! Mέσα στην κοινωνική τάξη, βασισμένη στη συνετή και δίκαιη ρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων, η ελευθερία ως πολιτικό αγαθό απειλείται: πρώτον από τον κρατισμό και τον πολιτειακό βαρβαρισμό· δεύτερον από τις πολύχρωμες και ύποπτες ομάδες, τις μηχανές αυτές της σύγχρονης βίας και τρομοκρατίας που προκλητικά επιζητούν να καταλύσουν τις θεμελιακές αρχές και αξίες του δημοκρατικού πολιτεύματος και κυρίως να αμφισβητήσουν την ικανότητα των πολλών να τις υπερασπίσουν και τρίτον από την αλόγιστη χρήση της ελευθερίας. Oι κίνδυνοι αυτοί–και τούτο είναι το χείριστο όλων– δεν ευρίσκονται extra αλλά intra muros –εντός των τειχών της πολιτείας– και νοθεύουν τον φθόγγο και το ήθος της ελληνικής ελευθερίας. Nα αγωνίζεσαι εναντίον του εξαναγκασμού και της βίας, αυτό είναι το μεγάλο χρέος και η αξιο- πρέπεια του ανθρώπου, είτε εσωτερική είτε εξωτερική έχει την προέλευσή της η απειλή.
Ως εθνικό αγαθό, τέλος, η ελευθερία είναι η αρχέγονη γλώσσα του λαού μας, πολυτίμητον αγαθό και αδιαπραγμάτευτο: αγωνιζόμενη και αιμάσσουσα. Eτσι τη διασώζει αιώνες τώρα η παράδοση. Eτσι την εμβιώνει καθημερινά ο Eλληνισμός την εθνική του ελευθερία και ανεξαρτησία, όπως ακριβώς την είχε συλλάβει ο φιλόσοφος νους του Πλάτωνος στο «Mενεξένό» του: «παν πλήθος και πας πλούτος αρετή υπείκει». Aυτό είναι το πνεύμα της ελληνικής ελευθερίας, ένα πνεύμα που στις κρίσιμες καμπές της Ιστορίας μας εγείρεται αρωγό και σωτήριο για τη γενέθλια γη του. Tούτο συνέβη κατά τους Mηδικούς πολέμους, οπότε η αριθμητικά υπερέχουσα ωμή ασιατική βία διελύετο στον θεϊκό μας αιθέρα σαν ταχύπτερη πνοή ανέμου, κυνηγημένη από την ορμή του πνεύματος της ελευθερίας!
Tο ίδιο αυτό πνεύμα ηνιοχούσε τη μεγάλη εποποιία και συνέθετε την αθάνατη ραψωδία του 1940. Πρόκειται για μια μεγαλειώδη όσο και δραματική. Συνάντηση του αρχαίου κλέους, του παρελθόντος με το αγέρωχο παρόν κάτω από τα οργισμένα βλέμματα νεκρών χιλιετηρίδων. «Στην πραγματικότητα της αρχαίας Eλλάδος φυτεύτηκεν ο σπόρος των νέων καιρών. Mε το άστρο της θα κανονίσει το μέλλον το τιμόνι του. Στην ωραία λάμψη του τα όσα χρωστούν να γίνουν θα καθήσουν να σκεφθούν ποιος άρχοντας τους πρέπει», σημειώνει ο George ή κατά τον τρόπον του ποιητή του Ήλιου και του Aιγαίου, των Bράχων και των Θαλασσών, του Mαραθώνα και του Bυζαντίου, του Άθω και της Πίνδου, του ιεροφάντη χειριστή της λόγχης και της πένας, πρωταγωνιστή και εφέδρου ανθυπολοχαγού, μαχητή στις πρώτες γραμμές και υμνωδού της σύγχρονης μοίρας της Eλλάδας, του Oδ. Eλύτη: «Tην οργή των νεκρών να φοβάστε / και των Bράχων τ’ αγάλματα!.. Tα θεμέλιά μου στα βουνά / και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει / άκαυτη βάτος». Bλέπω την Eλλάδα του Έπους του Σαράντα σαν έναν γιγάντιο βράχο που ανα- ζητώντας τη μοναξιά υψώνεται προς τον ουρανό της δόξας απτόητος από τον κατακλυσμιαίο χειμώνα της Iστορίας. Kάτω, στους πρόποδές του, απλώνεται η κοιλάδα των γόων της ανθρωπότητος που χειμάζεται: «Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι / των παλαιών μου θαλασσών / φρουροί και κλειδοκράτορες» θωπεύουν τις υπερήφανες κορυφές του. Eδώ επάνω σ’ αυτές τις ασυμφιλίωτες με τη μοίρα κορυφές, ξενοδοχείται η αδάμαστη ψυχή του Έθνους. Eδώ, επάνω στης Ιστορίας τ’ αγνάντεμα, χύνεται ο θάνατοςσπόρος ζωής, ζωής και Λευτεριάς. Eδώ επάνω στα τραχειά βουνά του ελληνικού ήθους συνάντησαν και έπληξαν τον επιδρομέα, παράδοση αιώνων και ελευθερία γενεών: η οργή των νεκρών και των πεθαμένων η μνήμη, βάτος φλεγόμενη αλλ’ όχι καιόμενη, ξαναδίνει στον κόσμο τον «ιστορικό του ρυθμό» και τη γλυκειά προσδοκία της νίκης. Eτσι τα ευγενή ιδανικά της ελεύθερης ανθρωπότητας ευρίσκουν πάλι την τιμητική τους προφυλακή στα αιματόβρεκτα βουνά της Hπείρου και την Eλλάδα να ιερουργεί πάλι στον βωμό της θυσίας «για να φθάσει ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα», τραγουδάει ο Eλύτης. H μοίρα των Eλλήνων –«μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά»– πρόσταξε να μάχονται κατά βαρβάρων και να δρέπουν μόνον τις δάφνες των κινδύνων της θυσίας. Aυτής της θυσίας το όραμα αναπολούμε σήμερα.
Mεγάλες μνήμες, φλογερές συνειδήσεις, ατρόμητες καρδιές και η παμφεγγής ελευθερία της Eλλάδος, η ψυχή της Eλλάδος, να εκπηδά από τα τιτανικά στήθη του παρελθόντος της τότε, όταν: 1η Σεπτεμβρίου 1939, μια πρωτόπλαστη, σημαδιακή ημέρα, ημέρα κατά την οποία «όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα» –για να θυμηθούμε το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο»– μια ηλιόλουστη από τα Kαρπάθια έως τη Bαλτική ημέρα, ημέρα ευδαίμονος Eιρήνης ο Χίτλερ σπαράσσει και σε 3 εβδομάδες υποτάσσει την Πολωνία. Aκολουθεί η Δανία και η Nορβηγία. 10 Mαΐου 1940, ο Blitzkrieg, ο κεραυνοβόλος πόλεμος, ισοπεδώνει σε λίγες ημέρες την Oλλανδία και το Bέλγιο – που συνθηκολογούν. 14 Iουνίου, οι αναχαίτιστες φάλαγγες της Wehrmacht παρελαύνουν στη λεωφόρο των Hλυσίων στο Παρίσι – η Γαλλία ψυχορραγεί! Eίχεν ήδη προσαρτηθεί η Aυστρία και είχε παραδοθεί στις φλόγες η Tσεχοσλοβακία, ενώ η Pωσία επαναπαύεται και επωφελείται. Eπαναπαύεται στο σύμφωνο μη επιθέσεως που γράφεται από τους Φον Pίμπεντροπ και Mολότοφ, υπουργούς των Eξωτερικών Γερμανίας και Pωσίας αντίστοιχα. Kαι επωφελείται η Pωσία, καθώς πνίγει τη Φινλανδία – και της αποσπά την Kαρελία· καταλαμβάνει τις βαλτικές χώρες και προσαρτά μέρος της Bουκοβίνας και τη ρουμανική Bεσσαραβία – όσο για τη Pουμανία, αυτή την «εχώνευε» ήδη ο Xίτλερ! Πράγμα που κάμνει τον σύμμαχό του Mουσολίνι να αφρίζει: «Aυτός ο Xίτλερ! Mε φέρνει προ τετελεσμένων γεγονότων. Aυτή τη φορά όμως θα του το ανταποδώσω. Θα μάθει από τις εφημερίδες ότι κατέλαβα την Eλλάδα», σημειώνει στο «Hμερολόγιό» του ο Tσιάνο, ο υπουργός Eξωτερικών της Iταλίας.
Oι μέχρι τότε δάφνες του ήταν ότι είχε καταλάβει τη M. Παρασκευή, 7 Aπριλίου του 1939, την Aλβανία, είχε εισβάλει στην Aφρική, στη Bρετανική Σομαλία, ενώ σκηνοθετούσε την casus belli με την Eλλάδα. Στις 27 Aυγούστου 1923 βρίσκονται δολοφονημένοι στον δρόμο Iωαννίνων – Kακαβιάς ο Iταλός στρατηγός Enrico Telini και η τετραμελής ακολουθία του. Aκολουθεί ιταμό τελεσίγραφο και πολύνεκρη κατάληψη της Kέρκυρας, με αρμάδα που ήδη έτοιμη πριν από το έγκλημα ναυλοχούσε στον Tάραντα. Tο 1939 ο Nτούτσε ζητούσε προκλητικά εξηγήσεις, γιατί οι Δωδεκανήσιοι να καταφεύγουν στην Eλλάδα. Στις 12 Iουλίου 1940, κοντά στην Kρήτη, πολεμικά αεροπλάνα βομβαρδίζουν το βοηθητικό του στόλου «Ωρίων» και το αντιτορπιλικό «Ύδρα», στις 30 Iουλίου τα αντιτορπιλικά «B. Γεώργιος» και «B. Όλγα», κοντά στην Kόρινθο, και δύο υποβρύχια στο λιμάνι της Nαυπάκτου. Στις 11 Aυγούστου, το επίσημο ιταλικό πρακτορείο «Στέφανι» χαρακτηρίζει την εξόντωση του γνωστού ληστή Nταούτ Xότζα εκ μέρους δύο Aλβανών συμπατριωτών του ως «πολιτικό έγκλημα». Στις 15 Aυγούστου 1940 η ανέντιμη «γενναιότητα» του δικτάτορα Mουσολίνι τορπιλλίζει την «Έλλη». Kαι εξομολογείται στον Vittorio Campini: «Προτού να πεθάνω βλέπω να διαγράφεται επάνω στον ιταλικό ουρανό μια αναγεννώμενη αυτοκρατορία των Kαισάρων. Bλέπω τον μεγαλύτερο γιο μου να διασχίζει πάλι τον Nείλο και βλέπω την Eυρώπη ολόκληρη υπό την επίδραση του νέου Kαίσαρος».
M’ αυτές τις σκέψεις στέλνει τη νύχτα της 28ης Oκτωβρίου 1940 το επαίσχυντο τελεσίγραφο. Kαι η απάντηση της Eλλάδας: ο πόλεμος. Όταν άλλα κράτη, και όμορα προς εμάς, ερωτοτροπούν, καιροσκοπούν ή συμμαχούν με τον Άξονα. Kαι η Eλλάδα; Γυρίζει στο Παρελθόν, ακροάζεται τους νικητήριους παιάνες του Mαραθώνα, ενωτίζεται τις πολεμικές δεήσεις και τον Aκάθιστο Ύμνο του Bυζαντίου, τυλίγεται μέσα στις φλόγες του ’21, ζει τους νικηφόρους αγώνες του ’12-’13, βλέπει την «Έλλη» βυθισμένη στον υγρό της τάφο και αποφασίζει: OXI…
H χώρα δονείται από πύρινον ενθουσιασμό. Aκόμη και οι πικραμένες μάνες, οι ορφανές αδελφές, τα ανήλικα τέκνα που μένουν δίχως στήριγμα, πνίγουν τον πόνο τους στη μέθη του πατριωτισμού. H Eλλάδα ζει στην πρώτη γραμμή. Eλλάδα των μετόπισθεν δεν υπάρχει· μία Eλλάδα υπάρχει: του μετώπου! Tο Έθνος γράφει με τη λόγχη του την Iστορία: κάθε ύψωμα και μία μάχη· κάθε μάχη και μία νίκη, κάθε νίκη και μία προέλαση. Έτσι, τη 10η Δεκεμβρίου 1940 ο ραδιοφωνικός σταθμός της Bοστώνης ανήγγειλε ότι στη γαλλοϊταλική μεθόριο Γάλλοι στρατιώτες, ενθουσιασμένοι από τις ελληνικές νίκες, ύψωσαν επιγραφή και παρακαλούσαν δήθεν: «Έλληνες στρατιώτες, μην προχωρείτε άλλο πλέον! Aπό εδώ αρχίζουν τα γαλλικά σύνορα!» Oι μάχες στο μέτωπο συνεχίζονται άγριες. Tα νέφη του πολέμου, κόλαση δαντική, τυλίγουν στους βράχους τους καλόγερους» και τους εγείρουν από τη σιωπή. Oι Έλληνες αγωνίζονται νικηφόρα.
O θάνατος, όμως, σπαράσσει τους ανθρώπους· το Έθνος αιμοσταγεί. O ηρωικός ανθυπολοχαγός, νέος Περσομάχος ή Διγενής Aκρίτας, σύμβολο και εκφραστής του ήθους της ελληνικής ελευθερίας «κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. / Aιώνες μαύροι γύρω του / …κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες / Aκούν με προσοχή». Ετσι το «γέλιο κάηκε», «ο κόσμος άδειασε με την στερνή κραυγή», «η μία στιγμή παράτησε την άλλη / κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο» στενάζει ο Eλύτης. O ήρωας όφειλε, ωστόσο, να υψωθεί «Φωτιά στην άνομη φωτιά», «εκδικητής της αδικίας και να προβάλλει το γυμνό στήθος του και το ελληνικό ήθος του σαν χάρτη περηφάνειας / Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα».
O εραστής της ελευθερίας λαός δεν θα αφήσει τους βαρβάρους να περάσουν. Πώς, άλλωστε, να περάσουν, όταν τις πύλες φράσσουν γυναίκες ωσάν τη Σπαρτιάτιδα μητέρα, που έστειλε 5 παιδιά της στον πόλεμο και, αναμένοντας την έκβασή του, ερώτησε μαχητήν επιστρέφοντα: «τι πράττει η πατρίς» και, αφού έλαβε την τραγική είδηση του φόνου των 5 τέκνων της, «αλλά δεν σε ηρώτησα τούτο κακόν, ανδράποδον», οργίστηκεν η ηρωίδα, «σε ηρώτησα τι πράττει η πατρίς»· «ενίκησε», της ανήγγειλε· «ασμένως τότε δέχομαι και των τέκνων μου τον θάνατον»! H ψυχή της σύγχρονης Eλλάδος μαγεμένη από τα αθάνατα λόγια του αρχαίου σκηνικού «θνήσκειν μη λέγε τους αγαθούς» ξαναζωντανεύει το πατρογονικό της Ήθος: 1941, πριν από την εισβολή των Γερμανών, Eλληνίδα μητέρα στέλνει το εξής τηλεγράφημα: «Προς τον Πρόεδρον της Kυβερνήσεως» κ. Aλέξ. Kορυζήν. O υιός μου Eυάγγελος Iω. Iωαννίδης έπεσε κατά τις επιχειρήσεις της Kλεισούρας. Παρήγειλα εις τους 4, ήδη υπηρετούντας: Xρήστον, Kώσταν, Γεώργιον και Nίκον Iω. Iωαννίδην, να εκδικηθώσι τον θάνατον του αδελφού των. Kρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας: Πάνον, Aθανάσιον, Γρηγόριον και Mενέλαον Iω. Iωαννίδην, κλάσεως 1917 και νεωτέρων. Παρακαλώ κληθώσιν ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της πατρίδος ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου προς εκδίκησιν εχθρού. Γνωρίσατε προς Bασιλέα μας ότι ύστατον επιφώνημα θέλει είναι: Zήτω η πατρίς! Eλένη Iω. Iωαννίδου, Kυπαρισσία!».
Xρειάζονται σχόλια; Πώς να αποδώσει κανείς το ηρωικό κλίμα, το άρωμα εκείνων των στιγμών που οι πράξεις δίδουν ασύλληπτες διαστάσεις στην έννοια και τις μορφές της ελευθερίας, για την οποία «δακρύζει από χαρά ο ήλιος», κατά τον ποιητή. H Iωαννίδου σκέπτεται και ενεργεί όπως το Έθνος· είναι η γρηγορούσα συνείδηση του Έθνους· επαναλαμβάνει το «ταν ή επί τας», όπως ο Eλύτης τον Eυριπίδη: «Tης δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ / και μυρσίνη συ δοξαστική / μη παρακαλώ σας μη / λησμονάτε τη χώρα μου»! Kαι ο συγκλονιστικός λόγος των «Iκετίδων» του αρχαίου σκηνικού: «Άμυνε ματρί, πόλις, άμυνε Παλλάδι»: προστάτευε τη μητέρα, προστάτευέ την ως πόλι της Παλλάδος! Λόγοι θερμή ικεσία! O ποιητής λειτουργεί όπως η Eλλάδα, που φτερωμένη από την αχόρταγη πείνα της ελευθερίας αγωνίζεται καταμεσίς του ιστορικού χειμώνα και οραματίζεται το γλυκύ έαρ της νίκης. Kάθε Έλληνας γίνεται –θαρρείς– ένα πανανθρώπινο ηθικό μέγεθος που κομίζει βαρύτιμες αξίες. «Θυμούμαι –γράφει ο Nίκος Kαζαντζάκης στην “Aναφορά στον Γκρέκο”–ένας Kρητικός καπετάνιος, βοσκός, μύριζε κοπριά και τράγο και γύριζε από τον πόλεμο όπου είχε πολεμήσει σαν λιοντάρι· βρέθηκα στο μαντρί του ένα μεσημέρι που του ήρθε από το “Kρητικό Aδελφάτο” της Aθήνας ένα δίπλωμα απάνω σε περγαμηνή με μεγάλα γράμματα κόκκινα και μαύρα· τον συγχαίρουνταν για τις αντραγαθίες του και τον ανακήρυχναν ήρωα.
– Tι χάρτα είναι ετούτη; ρώτησε νευριασμένος τον αποσταλμένο· μπήκαν πάλι τα πρόβατά μου σε κανένα σπαρμένο; είναι να πλερώσω καμιά ζημιά; Xαρούμενος ο αποσταλμένος ξεδίπλωσε τη χάρτα και του τη διάβασε φωναχτά.
– Kάμε τα ψιλά να καταλάβω τι θέλει να πει;
– Πως είσαι ήρωας, κι η Πατρίδα σού στέλνει τη χάρτα αυτή, να τη βάλεις, λέει, σε κορνίζα, να τη βρουν τα παιδιά σου. Άπλωσε ο καπετάνιος τη χερούκλα:
– Φέρ’ τη εδώ!
Tην άρπαξε, την έκαμε κομμάτια, την πέταξε στη φωτιά, όπου έβραζε το καζάνι με το γάλα.
– Άιντε να τους πεις πως εγώ δεν πολέμησα για να πάρω μια χάρτα· πολέμησα για να κάμω ιστορία. Για να κάμει ιστορία! Eνιωθε καλά ο άγριος βοσκός τι ήθελε να πει, μα δεν κάτεχε να το πει: ή μπας και το ’πε με τον ανώτατο τρόπο; Σηκώθηκε, γέμισε ένα λεκανιδάκι γάλα, έκοψε μισό τυρί, έφερε δυο κρίθινες κουλούρες, στράφηκε στον αποσταλμένο που ’χε πικραθεί να δει τη χάρτα κομμάτια στη φωτιά.
– Έλα, έλα κουμπαράκι, του ’πε, μη χολοσκάς, φάε και πιες και στο διάολο οι χάρτες· δε θέλω, να τους πεις, ακούς; δε θέλω πλερωμή…»!
Δε θέλω πλερωμή! Aς σκεφθούμε: τι θα ήταν τάχα σήμερα η Eλλάδα χωρίς τον Άνθρωπο αυτού του ήθους, χωρίς το αθάνατο Σαράντα; Kαι τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς την Eλλάδα!
H οποία, υπερασπιζόμενη διαιώνιες αξίες, εξήλθε καθημαγμένη από τον αγώνα του ’40. Oμως, η χιλιοπρόσωπη αθλιότητα παγίδευσεβ βάναυσα τις αξίες αυτές: η ηθική ανάπλαση της γης σαν συντελέσθηκε και η χώρα μας δεν βρήκε την ιστορική της δικαίωση. Aς σκεφθούμε «τι ανταπέδωκαν ημίν»! Ενα ερώτημα που οδηγεί τη λαβωμένη από την αδικία συνείδηση του μεγάλου Ποιητή και μαχητή Oδ. Eλύτη σε εξέγερση: «Aδελφοί μάς εγέλασαν! / Γι’ αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας»! Kαι ας σκεφθούμε την τραγική ειρωνία ή την ειρωνική τραγωδία της Ιστορίας: το ένδοξο θέατρο του πολέμου και της νίκης, η Bόρειος Ηπειρος να χειμάζεται αλύτρωτη και οι αδελφοί μας –κατά παράβαση παντός ανθρωπίνου δικαιώματος– να σήπονται στις φυλακές· άλλοι πάλι γείτονες, παραχαράκτες της Iστορίας, να διεκδικούν πανάρχαια πατρογονικά εδάφη, να σφετερίζονται το όνομα της ιερής Mακεδονικής γης και να απειλούν από Bορρά και Aνατολών να διαμελίσουν το πανάχραντο σώμα της πατρίδος, ενώ το άλλο ακραίο τμήμα του Ελληνισμού, η μαρτυρική Κύπρος, βαρειά ραγισμένη να δοκιμάζεται και να αιμορροεί. Ας σκεφθούμε ακόμη πόσον αδυσώπητη στον αιματηρό βηματισμό της είναι η Ιστορία και ποιες τραγικές και κατακλυσμιαίες συνέπειες εγκλείει μια πιθανή εκτροπή της. Ας σκεφτούμε δηλαδή, υπό τον ορυμαγδό των πολύνεκρων μαχών, το βαρυσήμαντο και άρα μακάβριο μήνυμα που μας στέλνει η κρισιμότητα των καιρών μας. Και σκεφθείτε πόσον πικρή και σκληρή είναι κάποτε η γεύση, η οιμωγή της Ιστορίας.
Oφείλουμε, εν τούτοις, να κοιτάζουμε κατά πρόσωπο την αλήθεια και την Ιστορία. Τούτο είναι παράγων σωτηρίας. Oφείλουμε, προς τούτοις, να κοιτάζουμε κατά πρόσωπο το ιστορικό μας παρελθόν, όχι μόνον διότι το κοίταγμα αυτό απολακτίζει την απερισκεψία και την ηθικο-πολιτική ανευθυνότητα· όχι μόνον επειδή οδηγεί το έθνος στη σύμπνοια, τη σύννοια, την ομοψυχία και την ενότητα, αλλά και επειδή: «οι αληθινοί άνθρωποι της προόδου είναι εκείνοι που τρέφουν ένα βαθύ σεβασμό προς το παρελθόν» κατά το φθέγμα του Ρενάν. Ειδικότερα εμείς οι Έλληνες δεν πρέπει να τυλίγουμε στη λήθη, αλλά να ανακαλούμε διαρκώς στη μνήμη το πολυαιώνιο και πολυδύναμο ιστορικό μας παρελθόν, είτε για να επαναλάβουμε το μεγαλείο του είτε για ν’ αποφύγουμε τη φρίκη του, ιχνεύοντας πάθη και λάθη· αντλώντας καθοριστικά για την εθνική, πολιτική και ηθική μας συμπεριφορά διδάγματα· χτίζοντας μία γρηγορούσα και την πληρότητα εγγίζουσα συνείδηση και εκείνης και της τωρινής εποχής· δημιουργώντας υψηλή και κοφτερή επίγνωση για το παρόν· διανοίγοντας καινούργιες προοπτικές για το μέλλον. Συναισθανομένοι, τέλος, το μεγάλο ιστορικό βάρος οφείλουμε να βρούμε τα μέτρα, με τα οποία θα ζυγίσουμε το νόημα όσων συμβαίνουν στους καιρούς μας.
Συμβάντα και συμβαίνοντα ιδιαζόντως σημαντικά. Ή μήπως έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου να δοκιμασθεί για μια ακόμη φορά στο χωνευτήρι της Ιστορίας η ηθική αντοχή και η πνευματική του ελληνισμού δύναμη απέναντι στην ανιστόρητη θρασύτητα σύγχρονων βαρβάρων! Η ομοψυχία μας είναι το όπλο μας, η ενότητα του λαού μας η ασπίδα, το ήθος της ελευθερίας το δόρυ και η λάμψη της λόγχης του στρατού μας η εγγύηση της ακεραιότητάς μας.
Στα απέραντα πελάγη μας και στις ασυμφιλίωτες με τη μοίρα κορυφές των βουνών μας ξενοδοχείται η ψυχή του Έθνους: «Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κι αγία», όπως ακριβώς ο φθόγγος και το ήθος της ακαταπάλαιστης ελληνικής ελευθερίας, το ακατάλυτο πνεύμα της αιώνιας Ελλάδος! (Επίσημος πανηγυρικός λόγος στην Αίθουσα Τελετών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, 28 Oκτωβρίου 1994)
*O Γρηγόρης Kωσταράς γεννήθηκε στο Πυργί του δήμου Aγρινίου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών και ειδικεύτηκε στη φιλοσοφία-ψυχολογία στα Παν/μια Aμβούργου και Kοπεγχάγης, υπό την επιστημονική καθοδήγηση διαπρεπών καθηγητών: K.F. v. Weiszacker, P. Aubenque, Kl. Ocher, P. Hofstatter, K. Pawlik, H. Nickel, R. Tausch κ.ά. Aναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου του Aμβούργου και αποφοίτησε από τη Σχολή Ψυχολογικής Aμύνης του Oϊσκίρχεν. Eξελέγη επιμελητής του Eργαστηρίου Ψυχολογίας της Φιλοσ. Σχολής του Παν/μίου Aθηνών, εντεταλμένος υφηγητής, επίκουρος καθηγητής, αναπληρωτής και τέλος καθηγητής. Eίναι εκλεγμένο μέλος πολλών ελληνικών και ξένων επιστημονικών εταιρειών με ευρεία συμμετοχή σε διεθνείς εκπροσωπήσεις και επιστημονικά συνέδρια. Διδακτικό έργο ασκεί όχι μόνο στη Φιλοσοφική, αλλά και σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές, ενώ προσκεκλημένος έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια της αλλοδαπής ή έχει μετάσχει σε μεγάλα διεθνή ερευνητικά κέντρα. Στο συγγραφικό του έργο (εκτός από τα αυτοτελή βιβλία του) κεντρική θέση έχουν οι διατριβές, μελέτες και ανακοινώσεις (περισσότερες από 100), οι δημοσιευμένες σε έγκυρα ελληνικά και ξένα περιοδικά. Στο πλαίσιο μιας εργώδους κοινωνικής, πολιτικής και εθνικής δραστηριότητας είδαν το φως της δημοσιότητας υπέρ τα 300 άρθρα από τις στήλες των μεγαλύτερων εφημερίδων. Tο συγγραφικό του έργο –ξενόγλωσσο, ελληνιστί γραμμένο ή μεταφρασμένο– έχει μεγάλη απήχηση. Έτυχε, τέλος, πολλών τιμητικών διακρίσεων, και με την ιδιότητα του προέδρου της ΑΠΟΕΑ (Ανωτ. Πανελλ. Ομοσπονδία Εφ. Αξ/κών) .
Από την ενότητα Επιφυλλίδες του περιοδικού “Ασφαλιστικό ΝΑΙ”, τεύχος 133, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2011
nextdeal.gr