Σε κοινό άρθρο του με το γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, Γιάννη Στουρνάρα, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα Γκάρντιαν, ο πρώην πρωθυπουργός απορρίπτει τις κατηγορίες σε βάρος της Ελλάδας ότι ευθύνεται για την κρίση στην ευρωζώνη.
«Ναι, η χώρα μου ήταν η σπίθα, αλλά απλώς αποκάλυψε τις έμφυτες αδυναμίες της ευρωζώνης», τονίζει ο κ. Σημίτης στο υπότιτλο του άρθρου.
Ο πρώην πρωθυπουργός υπερασπίζεται την ένταξη της Ελλάδας στη νομισματική ένωση γράφοντας ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η χώρα κατέβαλε μία μεγάλη προσπάθεια για να εκπληρώσει τα κριτήρια σύγκλισης, αξιοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέσα: δημοσιονομική, νομισματική και εισοδηματική πολιτική, καθώς και εκτενή ιδιωτικοποίηση τραπεζών και δημοσίων επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν να μειωθεί το έλλειμμα κατά 10% (από 12,5% σε 2,5%) μεταξύ του 1993 και του 1999, χρονιάς που αποτέλεσε το κριτήριο για την απόφαση ένταξης στο ευρώ.
Σημειώνεται επίσης ότι η απόδοση της χώρας ήταν θετική και σε άλλα κριτήρια σύγκλισης, όπως ο πληθωρισμός, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, το δημόσιο χρέος και η συναλλαγματική ισοτιμία. Ο κ. Σημίτης υπενθυμίζει ότι η απόφαση ένταξης της Ελλάδας στην ευρωζώνη ελήφθη μετά από ενδελεχή έλεγχο της ελληνικής οικονομίας και μετά από σχετικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής.
Αξιοσημείωτο, προσθέτουν ο Κώστας Σημίτης και ο Γιάννης Στουρνάρας, είναι το γεγονός ότι παρά την αυστηρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, που ήταν απαραίτητες για την επίτευξη των στόχων, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ άρχισε να βελτιώνεται. Από αρνητικό πρόσημο το 1993 ανέβηκε στο 4% έως τα τέλη της δεκαετίας και παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα έως το 2007. Γίνεται αναφορά σε αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων και στην εισροή ξένου κεφαλαίου λόγω της μείωσης του πληθωρισμού και της πτώσης των επιτοκίων σε μονοψήφιο ποσοστό μετά από μια 20ετία.
Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα δε θα έπρεπε να έχει γίνει δεκτή στην ΟΝΕ επικαλούνται τρεις λόγους. Πρωτίστως την κατηγορία ότι η χώρα παραποίησε τα οικονομικά στατιστικά στοιχεία της. Ο κ. Σημίτης αποδίδει την αλλαγή των δημοσιονομικών μεγεθών στην απόφαση της ΝΔ να εγγράφει στον προϋπολογισμό τις αμυντικές δαπάνες την ώρα της παραγγελίας αντί της στιγμής παραλαβής, κάτι που όπως σχολιάζει έγινε για να ελαφρυνθεί το δημοσιονομικό βάρος της κυβέρνησης ΝΔ. Ως εκ τούτου τα δημοσιονομικά στοιχεία της χώρας άλλαξαν με αποτέλεσμα να γεννηθεί η κατηγορία περί αλλοίωσης στοιχείων κατά την ένταξη.
Ο κ. Σημίτης κατηγορεί όμως όσους υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα εντάχθηκε στην ευρωζώνη με παραποιημένα στοιχεία για άγνοια, αν όχι υποκρισία. Τονίζει ότι ακόμα και με τα αναθεωρημένα στοιχεία με το διαφορετικό υπολογισμό των δαπανών για την άμυνα το έλλειμμα του 1999 ήταν 3,07% (από 2,5%), ποσοστό μικρότερο από το αντίστοιχο άλλων εταίρων που η ένταξή τους είχε εγκριθεί νωρίτερα με βάση τα στοιχεία του 1997, σύμφωνα με τα αρχεία της Eurostat. Η λεπτομέρεια αυτή αποσιωπάται, σχολιάζει ο κ. Σημίτης.
Την ευθύνη για τις κατηγορίες σε βάρος της Ελλάδας Κώστας Σημίτης αποδίδει στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά επίσης στην Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «που απλά υιοθέτησαν τα αναθεωρημένα δημοσιονομικά στοιχεία της τότε κυβέρνησης», χωρίς να ρωτήσουν την ΤτΕ ή την προηγούμενη κυβέρνηση για την άποψή τους. Ο κ. Σημίτης επικρίνει ακόμα περισσότερο στη συνέχεια τη Eurostat, καθώς αν και το 2006 αποφάσισε ότι οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να καταγράφονται τη στιγμή της παραλαβής δεν προέβη στην αναδρομική διόρθωση των δημοσιονομικών στοιχείων για την Ελλάδα: το έλλειμμα παρέμεινε στο 3,07% για το 1999 αντί να προσαρμοστεί αναλόγως.
Στο σημείο αυτό ο κ. Σημίτης αναφέρεται σε απόπειρα δυσφήμησης της Ελλάδας αναφορικά με μια «συμβατική ανταλλαγή συναλλάγματος» μεταξύ του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών και της Γκόλντμαν Σακς στα τέλη του 2001 – μία εκ των εκατοντάδων ανάλογων συμφωνιών εκείνης της περιόδου στις οποίες συμμετείχαν όλα τα υπόλοιπα κράτη-μέλη ως απλές ενέργειες διαχείρισης του δημοσίου χρέους. Για όσους χρησιμοποιούν την υπόθεση ως επιχείρημα ότι η Ελλάδα «μαγείρεψε» τα βιβλία της για την ένταξη, ο κ. Σημίτης σχολιάζει ότι ξεχνούν πως η συμφωνία έγινε δύο χρόνια μετά το 1999, χρονιά στην οποία βασίστηκε η αξιολόγηση της χώρας.
Το δεύτερο επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν έπρεπε να βρίσκεται στην ευρωζώνη είναι η υποτιθέμενη σπατάλη και τα υπέρογκα ελλείμματα της χώρας. Ο κ. Σημίτης απαντά ότι τα βασικά αίτια της κρίσης στην Ελλάδα και στην περιφέρεια της ευρωζώνης είναι το μεγάλο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η απώλεια ανταγωνιστικότητας και – πιο κρίσιμα – τα διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης μεταξύ βορρά και νότου. Ο νότος αγοράζει από το βορρά υψηλής ποιότητας και τεχνολογίας βιομηχανικά προϊόντα, ενώ ο βορράς αγοράζει πολύ λιγότερα προϊόντα από το νότο, εξηγεί ο Κώστας Σημίτης.
Τέλος, το άρθρο αναφέρει ότι υπάρχει η άποψη πως η βραδεία λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των θεσμών στην Ελλάδα και ίσως σε άλλες χώρες της περιφέρειας αποδεικνύει ότι δε θα έπρεπε οι χώρες αυτές να είναι στην ΟΝΕ. Ο κ. Σημίτης σχολιάζει ότι η ευρωζώνη δεν είναι ένα κλαμπ αναπτυγμένων κρατών που το κοινό τους συμφέρον αντιτίθεται στις χώρες που υπολείπονται. «Είναι ένα στάδιο ανάπτυξης στην ένωση που σκοπός του είναι να διευκολύνει την οικονομική συνεργασία μεταξύ των μελών, να δημιουργήσει σχέσεις που ενδυναμώνουν την κοινή επιδίωξη της ανάπτυξης, να επιτύχει σταδιακή σύγκλιση των οικονομιών και να αξιοποιήσει καλύτερα τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται μέσω κοινών στόχων και της κατάργησης των συνόρων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σημίτης, προσθέτοντας ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ανισότητες και το γεγονός ότι οι ισχυρές χώρες όχι μόνο επωμίζονται βάρη αλλά αποκομίζουν και οφέλη.
Αναφερόμενοι στην τωρινή κατάσταση στην Ελλάδα οι συντάκτες του άρθρου μιλούν για σημαντική βελτίωση της δημοσιονομικής επίδοσης και της ανταγωνιστικότητας μετά τα μέτρα σταθεροποίησης από το Μάιο του 2010, αλλά επισημαίνουν την παράταση και ένταση της ύφεσης και την υψηλή ανεργία. Τονίζουν ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη υπεύθυνη για όλα αυτά, καθώς από τη στιγμή που το μίγμα πολιτικής της πρώτης δανειακής σύμβασης δεν ήταν το καταλληλότερο, η απόδοση που αναμενόταν δεν ήταν ρεαλιστική, ακόμα και για οικονομίες πιο δυνατές της Ελλάδας. «Υπάρχει η γενικευμένη αίσθηση ότι οι όροι που έχουν επιβληθεί ήταν μια τιμωρία που αποσκοπούσε στον παραδειγματισμό άλλων χωρών», αναφέρεται ενδεικτικά.
Οι κ.κ. Σημίτης και Στουρνάρας χαρακτηρίζουν την Ελλάδα σπίθα αλλά όχι αιτία της κρίσης. Η αιτία θεωρούν ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι η ευρωζώνη είναι μια πλήρης νομισματική αλλά ατελής οικονομική και δημοσιονομική ένωση κρατών με διαφορετικές δομές. Η κρίση χαρακτηρίζεται μόνο εν μέρει κρίση δημοσίου χρέους και παράλληλα κρίση του ιδιωτικού τομέα και του τραπεζικού συστήματος σε πολλά κράτη-μέλη, καθώς και κρίση ελέγχου και εποπτείας από τις χρηματοπιστωτικές και νομισματικές αρχές της ευρωζώνης.
Οι συντάκτες επισημαίνουν την απουσία γενικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, μιας μεθόδου αντιμετώπισης των ανισοτήτων μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Σημειώνουν επίσης την έλλειψη συστηματικής προσπάθειας προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης, που επιφυλάσσει περισσότερες κρίσεις.
Το άρθρο καταλήγει με το σχόλιο ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο που σύμφωνα με τους ηγέτες της ευρωζώνης θα σταθεροποιήσει τις οικονομίες τους, δεν μπορεί να το επιτύχει αυτό χωρίς πρόσθετα μέτρα για την ανάπτυξη και τη σύγκλιση και εν τέλει χωρίς επαρκή πρόοδο προς την οικονομική ολοκλήρωση και την πολιτική ένωση.