Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), στην Τουρκία κηρύσσεται γενική επιστράτευση μουσουλμάνων και αλλόθρησκων. Οι Πόντιοι αρνούνται να καταταχτούν στον τουρκικό στρατό, λιποτακτούν και βγαίνουν στα βουνά. Στο ρωσοτουρκικό πόλεμο αφοπλίζονται και στέλνονται στα περιβόητα τάγματα εργασίας (αμελέτ ταμπουρού) που όμως δεν είναι τίποτε άλλο παρά τάγματα εξόντωσης. Για να αποφύγουν το θάνατο οι Πόντιοι αγωνιστές άρχισαν να λιποτακτούν και να συσπειρώνονται στα πρώτα αντάρτικα σώματα. Οι Τούρκοι απαντούν με τα σκληρότερα και τα πλέον απάνθρωπα μέσα, ιδιαίτερα ενάντια στους συγγενείς των ανταρτών.
Σχηματίζουν καταδιωκτικά τάγματα Τσετών και Οσμανλήδων που λεηλατούν πυρπολούν και σφαγιάζουν σε δεκάδες χωριά αμάχων. Δημεύσεις περιουσιών, δολοφονίες, βιασμοί, εξορίες και εκτοπισμοί συμβαίνουν πλέον σε καθημερινή κλίμακα. Το Δεκέμβριο του 1916 εκπονείται σχέδιο εξόντωσης του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού του Πόντου που εφαρμόστηκε κλιμακωτά. Το σχέδιο προέβλεπε άμεση εξόντωση των ανδρών των πόλεων από 16 – 60 και εξορία του υπόλοιπου πληθυσμού στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμμα σφαγής. Το πρόγραμμα ξεκίνησε 15 ημέρες αργότερα και εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Η περιοχή της
Τραπεζούντας είχε γλιτώσει αρχικά από την τουρκική βαναυσότητα γιατί βρισκόταν στην κατοχή της Ρωσίας.
Όταν όμως οι Ρώσοι εγκατέλειψαν την πόλη το Φλεβάρη του 1918, τότε η εκδικητική μανία των Τούρκων ξέσπασε και στον ελληνισμό του Καυκάσου.
Νέοι διωγμοί εκτοπίσεις και εξορίες. Τις πενήντα χιλιάδες φτάνουν οι εκτοπισμένοι Έλληνες των περιοχών Τριπόλεως, Κερασούντος, Κοτυώρων και Αμισού, οι περισσότεροι από τους οποίους πέθαναν από τις κακουχίες στο σκληρό δρόμο της εξορίας.
Όσοι από αυτούς επέζησαν, γύρισαν ξανά στις εστίες τους μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ( Οκτώβριος ’18) για να κυνηγηθούν και πάλι από την αρχή από το καθεστώς του Κεμάλ.
Στις 19 Μαίου του 1919 ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα. Ξεκινά η δεύτερη φάση της γενοκτονίας με αρχηγό τον αιμοσταγή Τοπάλ Οσμάν.
Ο Oσμάν αγάς παρουσίασε μια λεπτομερή αναφορά για τις δραστηριότητες των Pωμιών και των Aρμένιων στην Kερασούντα και τα περίχωρά της.
O Mουσταφά Kεμάλ του είπε:
«Bλέπω ότι ήσουν φιλόπατρις από τα νεανικά σου χρόνια. Aκολουθείς ακόμη και τώρα τα ιδανικά που έθεσες από τότε. Πρέπει να παλέψουμε μέχρι να απελευθερωθεί η χώρα και να μη μείνει ούτε ένας εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός. Θα υπερασπιστείς τα χωριά και τις πόλεις της Mαύρης Θάλασσας. H συμμορία σου από μια ανοργάνωτη και ανεκπαίδευτη δύναμη θα γίνει ένα τάγμα. Διοικητής του τάγματος αυτού θα είσαι εσύ. Θα σου δώσουμε νέους και θρασείς αξιωματικούς.
Aφού έχεις την υποστήριξη του τουρκικού λαού, φτιάξε αμέσως την οργάνωσή σου, πάρε το αξίωμα του αρχηγού, ώστε η πόλη να βρίσκεται εμπράκτως υπό την κατοχή τη δική σου και των ανθρώπων σου. Aντί να φύγεις εσύ και να πάρεις τα βουνά, ας φύγουν οι Πόντιοι και οι Pωμιοί. Mε την πάροδο του χρόνου και μόλις θα έχουμε ενδείξεις ότι παρανομούν θα τους καθαρίσουμε όλους».
Με πρωτοφανή αγριότητα επιδίδονταν στις αλλεπάλληλες σφαγές, Τεπέ-κϊοι, Σεϊτάν-τερέ, Χαβ, Μερτζιφούντα, Αδά της Σαμψούντας, και Τζόρουμ, σφαγές που στιγμάτισαν την ιστορία μας. Οι τρόποι, οι μέθοδοι και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι τουρκικές κυβερνήσεις για να εξοντώσουν τον ποντιακό ελληνισμό είναι απίστευτα: επιστράτευση και εξόντωση των νέων, τάγματα εργασίας/ τάγματα θανάτου, στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης. Δουλειά 18ωρη και αγγαρείες κάτω από άθλιες συνθήκες.
Οι στρατευμένοι και οι συλληφθέντες ήταν υποχρεωμένοι να σπάζουν πέτρες, να κόβουν ξύλα, να καθαρίζουν χιόνια, να πεζοπορούν χιλιάδες χιλιόμετρα. Τους έβγαζαν από θερμόλουτρό και τους υποχρέωναν να πεζοπορούν γυμνοί μέσα σε δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος.
Οι θάνατοι ήταν πλέον καθημερινό φαινόμενο. Βέβαια ας μην ξεχνάμε και τα δικαστήρια ανεξαρτησίας, που χρησιμοποιήθηκαν από τα όργανα του Κεμάλ για να προσδώσουν μια επίφαση δικαιοσύνης στα γενοκτονικά τους σχέδια και στα βάρβαρα εγκλήματα που διαπράττονταν με τις ευλογίες της ανώτατης ηγεσίας.
Οι νεοτουρκικές και κεμαλικές Αρχές όχι απλώς παρότρυναν τις τουρκικές φανατικές μάζες, το στρατό και τους τσέτες αλλά προσχεδίασαν και συμμετείχαν στη Γενοκτονία.
Οι διαταγές για τους εκτοπισμούς στο Κουρδιστάν και τη Συρία των ποντιακών πληθυσμών είτε με μορφή κυβερνητικών αποφάσεων είτε με μορφή νομοσχεδίων φέρουν την υπογραφή των αρμόδιων υπουργών αλλά και του ίδιου του Κεμάλ.
Οι αποδείξεις για τα γεγονότα των θηριωδιών και των σφαγών είναι πολυάριθμες και συγκλίνουσες. Προκύπτουν ακόμη και από τα ίδια τα τουρκικά αρχεία, εκδόσεις, κυβερνητικές αποφάσεις και νομοσχέδια, από αρχεία και αναφορές διπλωματικών υπαλλήλων ευρωπαϊκών χωρών και αρχεία των Η.Π.Α.
Ο Άγγλος ύπατος αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη σερ Ραμπολντ σ’ ένα σημείο της αναφοράς του προς την κυβέρνηση του, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1922 επισημαίνει:
«Νέες αποτρόπαιες εξορίες άρχισαν σ’ όλα τα μέρη της Μικρασίας……. τα 2/3 των εξόριστων είναι γυναίκες και παιδιά………Ένας συνεργάτης του είδε και μέτρησε 1500 πτώματα στο δρόμο προς Χαρπούτ. Στην Αμερικανική Επιτροπή Περίθαλψης Εγγύς Ανατολής δεν επέτρεψαν να περιμαζέψει τα παιδιά, των οποίων οι γονείς πέθαναν πάνω στο δρόμο…….»
Ο Κεμάλ ακόμη και μετά την ολοκληρωτική νίκη και με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης εξακολουθούσε τις διώξεις όσων Ελλήνων απέμειναν κυρίως στον Πόντο. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Μουζέν, ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στις 13 Αυγούστου 1923, ανέφερε στο Γαλλικό Γενικό Επιτελείο ότι ο Κεμάλ έλαμπε από χαρά όταν ξεφώνησε την εξής φράση: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε τους Έλληνες από τον Πόντο».
Οι Πόντιοι σε αριθμούς
Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η Ομογένεια δεν ξεχνά…
Οι Πόντιοι της Αμερικής διατηρούν ακέραια την ιστορική μνήμη, προβάλλουν το αίτημα για διεθνή αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας και καταδεικνύουν τα μαζικά εγκλήματα του οθωμανικού κράτους σε βάρος των Ελλήνων, των Αρμενίων και άλλων μειονοτήτων.
Αυτό ήταν το μήνυμα της εκδήλωσης που πραγματοποίησε η Παμποντιακή Ομοσπονδία Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά, για να τιμήσει την Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (19 Μαΐου).
Η καθιερωμένη, ετήσια εκδήλωση των ομογενών, τη διοργάνωση της οποίας ανέλαβαν οι τοπικοί σύλλογοι της Παμποντιακής: Κομνηνοί Νέας Υόρκης, Πόντος του Νόργουολκ και Ίδρυμα Παναγίας Σουμελά, πραγματοποιήθηκε στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδας, στο Μανχάταν.
Ομιλητές ήταν δυο ακαδημαϊκοί, οι οποίοι παρουσίασαν σημαντικά στοιχεία που συνέλεξαν έπειτα από εκτενή έρευνα και αναζήτηση ντοκουμέντων από αρχεία και μαρτυρίες, όσον αφορά τις γενοκτονίες σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, αλλά και των Αρμενίων.
Για την αναγνώριση της Ποντιακής Γενοκτονίας επιδόθηκαν διακηρύξεις από την Αμερικανίδα βουλευτή, Κάρολιν Μαλόνι και τον πολιτειακό γερουσιαστή του Ροντ Άιλαντ, Λεωνίδα Ραπτάκη.