Ο Φοίβος Δεληβοριάς για Καλλιθέα

Ο βιογράφος της γενιάς των σαραντάρηδων και χαρισματικός παρατηρητής της πόλης μας θα εμφανιστεί δύο βραδιές, στις 18 και 25/4 στην Κεντρική Σκηνή του «Σταυρού του Νότου», όπου με τη συνδρομή μιας καταπληκτικής μπάντας θα ρεμιξάρει τα τραγούδια, τις αναμνήσεις και τις επιρροές του. Μ’ αυτήν την αφορμή, ο Φοίβος Δεληβοριάς μάς μιλάει για τη νοσταλγία, τις μεταμορφώσεις της Αθήνας, αλλά και για το καλύτερο φαγητό μετά το ξενύχτι.
Στο τραγούδι «Ο μπάσταρδος γιος» μιλάς για ένα παρελθόν που νοσταλγούν οι γονείς μας. Η δική μας η γενιά των σαραντάρηδων, τι έχει να νοσταλγεί;
Εμείς έχουμε το εξής παράξενο, που δεν το έχουν οι γονείς μας ούτε οι μικρότεροι: τα πρώτα μας 20 χρόνια τα ζήσαμε στον προ-ψηφιακό κόσμο και τα επόμενα 20 στον ψηφιακό. Κινούμαστε λοιπόν με άνεση, τόσο στον κόσμο των παλιών ελληνικών ταινιών όσο και στον κόσμο του «Big Bang Theory». Μάλλον η δική μας νοσταλγία έχει να κάνει με τις πρώτες, πρωτόγονες εισβολές των ρομπότ στις ζωές μας. Πόσες φορές δεν έχεις συζητήσει με τους φίλους σου για τον Amstrad 64 ή για τον ερχομό του βίντεο στο πατρικό σας; Για την πρώτη φορά που είδες τον «E.T.» ή για το μικρό Casio στο οποίο προσπαθούσες να μιμηθείς τους ήχους των Duran Duran; Την ίδια στιγμή, όμως, που τη μισή σου μέρα την περνούσες παίζοντας κρυφτό στο δρόμο.

H νοσταλγία είναι η τάση της εποχής στα μουσικά θεάματα και όχι μόνο. Είναι αναγκαιότητα, παγίδα, οπισθοδρόμηση, κινητήρια δύναμη για να πάμε μπροστά ή κάτι άλλο;
Έχουμε κάθε λόγο να φοβόμαστε τα φαντάσματα του παρελθόντος, αλλά και τη μηχανικότητα των λειτουργιών στο μέλλον. Ας πάρουμε, λοιπόν, κάτι απ’ τα παλιά μαζί μας στο ταξίδι μας. Τώρα, βέβαια, το θέμα είναι αν θα το κάνουμε σωστά ή γελοία, μελοδραματικά. Φοβάμαι πως όλη αυτή η μιουζικαλοποίηση του παρελθόντος απλώς το εξοντώνει, το κάνει ακίνδυνο. Δεν φαντάζομαι τη μελλοντική ελληνική μουσική σαν ρεμίξ του Χατζιδάκι, αλλά σαν κάτι καινούργιο ύστερα από βαθιά γνωριμία μαζί του.

«Μπασταρδεύεις τον ήχο σου» σ’ αυτές τις εμφανίσεις. Ποιο είναι το ηχητικό αποτέλεσμα; Και πώς αντιδρά το κοινό στους μουσικούς σου πειραματισμούς;
Εντάξει, δεν έχω τρελαθεί ακόμα να πιστεύω πως κάνω αβάν γκαρντ. Το τραγούδι είναι τραγούδι, απλό και πρωτογενές. Απλώς, βαριέμαι τα «παιξίματα-cd». Έχω μαζί μου σπουδαίους, ταλαντούχους ανθρώπους και έτσι βγαίνει κάτι πέρα απ’ τα τραγούδια μου: ο θαυμασμός μου για εκείνους. Κι αυτό πάντα αρέσει σ’ ένα ζωντανό κοινό. Γιατί υπάρχει κι ένα κοινό που θέλει να θυμάται μόνο τα νιάτα του. Αυτό το κοινό δεν έχει ενδιαφέρον.

Τι σε απασχολεί θεματολογικά στην καινούργια δισκογραφική σου δουλειά; «Έκλεισε» ο τίτλος «Καλλιθέα»;
Ναι, αυτός θα είναι ο τίτλος. Με απασχολεί η εφηβεία, η ανδρική φιλία, οι πρώτοι έρωτες, το προάστιο που αλλάζει εποχή, η ψηφιακή μετάβαση, ο θάνατος του παλιού, αλλά και τα πρώτα βήματα της κόρης μου. Η λέξη «Καλλιθέα» έτσι κι αλλιώς βλέπει μπροστά – κι ας είναι απλώς το μέρος στο οποίο μεγάλωσα.

Έχεις βιογραφήσει την Αθήνα στους στίχους σου. Ποιες περιοχές είναι (ήταν ) οι αγαπημένες σου και γιατί;
Νιώθω το ίδιο ωραία περπατώντας καλοκαιρινό βράδυ σε μια γειτονιά λαϊκού δυτικού προαστίου, όσο και ανοιξιάτικο απόγευμα χαζεύοντας τα σπίτια των πλουσίων στη Φιλοθέη. Δεν νιώθω να ανήκω σε κανέναν απ’ τους κόσμους αυτούς, εγώ είμαι άνθρωπος του κέντρου, των βιβλιοπωλείων και των σινεμά. Καθετί άλλο μου φαίνεται μαγικό, ανεξιχνίαστο.

Πώς έχεις δει την πόλη να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες;
Από την ανατολίτικη σεβεντίλα στην οποία γεννήθηκα, περάσαμε στα ευγενικά ’80s, με την ήρεμη, αισιόδοξη αμερικανιά τους. Μετά ήρθε μια ανησυχητική, βιαστική χλίδα που άλλαξε τις φυσιογνωμίες κι ύστερα μια τραυματισμένη, επιβεβλημένη γύμνια, το σήμερα. Από κάτω όμως κρύβεται πολύς ερωτισμός, οι άνθρωποι ψάχνουν ο ένας μια μυστηριώδη πτυχή του άλλου. Κρυφά. Έχει κάτι ωραίο αυτό.

Δύο μήνες και κάτι με νέα κυβέρνηση. Είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος;
Αισιόδοξος. Όχι όμως για στενά πολιτικούς λόγους. Απλώς το ένστικτό μου πιάνει κάτι ωραίο κάτω από τα φαινόμενα. Δεν ξέρω αν το κάνει η πατρότητα, το «πιάνω» καθαρά πάντως.

Ποια ήταν η τελευταία σειρά και η τελευταία ταινία που είδες και το τελευταίο βιβλίο που διάβασες και θα μας πρότεινες;
Από σειρές το «Better Call Saul» – είναι η κωμική πλευρά του «Breaking Bad» και του «The Wire». Κι αυτή η φωτογραφία, σαν ζωγραφική του Χόπερ! Από ταινίες, το «Foxcatcher». Θα μπορούσε να μιλάει και για την ένταξη ενός αθλητικού νέου στη Χρυσή Αυγή. Κι από βιβλία, είναι περσινό, μα δεν σταματάω να το λέω, το «Μάρτυς μου ο Θεός» του Τσίτα. Η πιο ποιητική ανάλυση της άρρωστης, αλλά ζωτικής νοσταλγίας μας.

Ποιο είναι το πιο κολακευτικό και ποιο το πιο αποδοκιμαστικό σχόλιο που έχεις ακούσει ή διαβάσει για σένα;
Με κολακεύει που κάποιος άγνωστος σ’ εμένα ξέρει απ’ έξω ένα τραγούδι που απευθύνεται αποκλειστικά στον πατέρα μου ή σε μια παλιά μου φίλη. Με στενοχωρούσε όταν κάποιος μου έλεγε «καλός είσαι, αλλά εγώ ακούω πράγματα πιο σοβαρά, πιο πολιτικά» ή αντίθετα «γράψε κάτι πιο ανάλαφρο, πιο εμπορικό». Τώρα με ευχαριστεί. Μ’ αρέσει που οι άνθρωποι που ανήκουν στα σίγουρα κάπου δεν ενδιαφέρονται για μένα.

Στο ανκόρ γίνεσαι, λέει το δελτίο Τύπου, ντελιβεράς. Πού τρώμε το καλύτερο φαγητό μετά το ξενύχτι;
Εγώ προτείνω τη «Ραμόνα» στην Καλλιθέα. Είναι το τελευταίο του είδους του. Εκεί μόνο θα έβγαζα κάποιον στις 4 το πρωί.

athinorama.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο