Εκεί κάτω… στον Ιλισό

Δίπλα στον προσφυγικό συνοικισμό, στον οποίον κρατούσαμε ένα δωμάτιο, όταν ήρθαμε απ’ το χωριό, ήταν ένας Ποντιακός Σύλλογος. Συνέχεια εκεί μέσα γυρόφερνα. Όλοι με είχαν στα όπα – όπα, επειδή μιλούσα σωστά τα ποντιακά.

Ενθουσιάζονταν μαζί μου, γιατί τα παιδιά τους ίσα που ήξεραν μερικές ποντιακές λέξεις. Μάλιστα, τις πρώτες κιόλας μέρες, μου άλλαξαν και το όνομα, που το έσερνα μαζί μου για κάπου δέκα χρόνια. Δηλαδή, με κάνανε Γιωρίκα. Αυτό μπόρεσα να το πετάξω από πάνω μου μόνο όταν φύγαμε απ’ την Καλλιθέα. Έτσι γίνεται με τα παρατσούκλια. Θες δε θες τα κουβαλάς μαζί σου.

Λοιπόν, εκεί στο Σύλλογο επίτηδες μου έπιαναν την κουβέντα για να μ’ ακούν να μιλάω ποντιακά. Τις Κυριακάδες είχε πολύ κόσμο. Με περικύκλωναν, λοιπόν, ένα σωρό άτομα και μου άλλαζαν τα φώτα στις ερωτήσεις. Μια δόση, τελειώνοντας με τις ιστοριούλες μου, τόσο ενθουσιάστηκε μια παχουλή κι ανοιχτόκαρδη πόντια, η Άφα – Αθηνά – που ήταν και γειτόνισσά μου κι αφού μ’ αγκάλιασε μου είπε:
– Λελέβωσε, Γιωρίκα …, και ντο όμορφα πα λέσα τα! (Να σε χαρώ Γιωργάκη και τι όμορφα που τα λες). Έτσι έγινα Γιωρίκας…
Λοιπόν, δεν ήξερα καθόλου ελληνικά, γι’ αυτό και δυσκολεύτηκα και πολύ μάλιστα στην αρχή στο Δημοτικό. Ο πρώτος μου χρόνος ήταν σκέτο μαρτύριο. Είχα πέσει σ’ ένα σαδιστή κι ανόητο δασκαλάκο, που δεν ήταν παραπάνω από είκοσι πέντε χρονών. Όλα έδειχναν πως η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη. Τα ρούχα του ήταν πανάκριβα και δε θα μπορούσε να τ’ αγοράζει με τον ψωρομιστό του. Ερχόταν στο σκολειό έτσι στολισμένος λες και θα πήγαινε σε καμιά δεξίωση. Επίσης, είχε ένα ταμπεραμέντο λες και ήταν πανεπιστημιακός.
Επίτηδες, λοιπόν, μου έπιανε την κουβέντα κάνοντάς με να ντρέπομαι. Μα αφού δεν μιλούσα ελληνικά. Κι άντε να μου κάνουν καζούρα, χασκογελώντας οι συμμαθητές μου μαζί κι αυτός. Θυμάμαι πως μια δόση ήθελε να του πω πώς λέγετε το βαρίδι του κανταριού. Μου έδειξε το σκίτσο, ή τη φωτογραφία ενός κανταριού και μου είπε:
– Πως το λέμε αυτό Γεωργιάδη;
Και τι θα μπορούσα να του πω, αφού δεν ήξερα τη λέξη, βαρίδι;
– Κυρ δέσκαλε, ατό λέομά το, γανταρί τοπούζ (Τοπούζ λέγεται στα τουρκικά και στα ποντιακά κάτι που έχει σφαιρικό σχήμα, αλλά είναι και βαρύ. Επίσης, το καντάρι στα ποντιακά λέγεται, γαντάρ’ και το “γανταρί” είναι η γενική του).
Τα χαχανητά τους, όμως, με βοήθησαν. Πεισμάτωσα κι έπεσα στα διαβάσματα, έχοντας και τη βοήθεια μιας γριούλας στη γειτονιά, της θείας Αλιόνας.
Το λέω κι αλλού, πως η παντοδύναμη ασφάλεια ζητούσε απ’ τους πόντιους, που έρχονταν απ’ τη Σοβιετική Ένωση, ν’ αλλάζουν τα ονόματά τους. “Τι είναι αυτά τα Βάνια, Γιούρα και σαχλαμάρες. Θα πάρετε ονόματα απ’ τη θρησκεία μας, ή απ’ τους ένδοξους πρόγονούς μας, τους αρχαίους έλληνες”, τους έλεγαν. Η θεία Αλιόνα, όμως, δεν άλλαξε το όνομά της, πληρώνοντας το τίμημα. Αν και ήταν φιλόλογος και μιλούσε και τρεις ξένες γλώσσες – ρωσικά, γαλλικά και γερμανικά – δεν μπόρεσε να γίνει ούτε καν δασκάλα, και παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα, απ’ εδώ κι απ’ εκεί, στις τρεις γλώσσες, έμεινε χωρίς σύνταξη.
Την είχα σα δεύτερη γιαγιά μου και κάποτε θα της κάνω ένα πολύ γερό μνημόσυνο. Πολύ ενδιαφέρουσα η περίπτωσή της. Θα πω κάτι λίγα για την ώρα. Την έφερα στο νου μου και δεν μπορώ να κρατηθώ. Ήταν ρωσίδα, θα έλεγα, ποντιακής καταγωγής. Η οικογένειά της, επί Τσάρου, ήταν πλούσια. Η ίδια, όμως, από φοιτήτρια κιόλας, μπήκε στους επαναστατικούς κύκλους. Μέχρι που γνωρίστηκε και με τον Μαξίμ Γκόρκι. Μάλιστα, είχε πτυχίο γαλλικής φιλολογίας του πανεπιστημίου της Μόσχας. Ο άντρας της, ρώσος κι αυτός και πάλι ποντιακής καταγωγής – δεν ξέρω πως αλλιώς να το πω – ήταν διπλωμάτης και πρόξενος της τσαρικής Ρωσίας στην Αθήνα, όταν έγινε η Οχτωβριανή Επανάσταση. Όπως, όμως, οι περισσότεροι ρώσοι διπλωμάτες, δεν είχε αναγνωρίσει κι αυτός την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων, περιμένοντας την ανατροπή της. Προβλέποντας, όμως, την επικράτηση των επαναστατών, αφού έβαλε στο χέρι δεκάδες πλούσιους της Αθήνας, τάζοντάς τους λαγούς με πετραχήλια, κι φού ξεπούλησε κι όλη την περιουσία του προξενείου, καταχρεώνοντας και τη Ρωσία – πολύ χρήμα – έφυγε με την γκόμενά του κάπου στην Ευρώπη. Κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν. Έτσι έμεινε ξεκρέμαστη στην Ελλάδα η θεία Αλιόνα με την κόρη της και πήρε κι αυτή ένα σπιτάκι προσφυγικό.
Η τεράστια μόρφωση της την έκανε να καταλάβει το πρόβλημα που είχα με τη γλώσσα. Με είχε δίπλα της, λοιπόν, πάνω από δέκα ώρες τη μέρα. Και τι δεν έμαθα απ’ την καλή αυτή γριούλα. Έτσι, σε μερικούς μήνες, τους άλλαξα τα φώτα στο σκολειό, βγάζοντας το άχτι μου. Κι όταν πήρα το ενδεικτικό με το δεκαράκι, στο τέλος της πρώτης χρονιάς, έτρεξα να δώσω τα νέα στη θεία Αλιόνα, ξέροντας πως με περίμενε. Μπαίνοντας στο σοκάκι μας την είδα που καθόταν στο πλατύσκαλο του σπιτιού της. Τόσο πολύ είχα πειραχτεί απ’ το σαδιστή δασκαλάκο, που δεν μπορούσα να κρατηθώ και σηκώνοντας ψηλά το ενδεικτικό, και κουνώντας το, μέχρι που σκίστηκε, έτρεξα στη γριούλα κραυγάζοντας:
– Δέκα! Θεία Αλιόνα, δέκα!
Αυτά… σαν πρώτη δόση για τα πολλά που έχω να πω για τη θεία Aλιόνα, που την αγάπησα λες και ήταν η μάνα μου, ή η γιαγιά μου. Μάλιστα, το δεκαράκι, στη δεύτερη τάξη, δεν το είχε δει. Είχε πεθάνει. Ήμουν μες στο δωμάτιό της, όταν ξεψυχούσε και πήγα και στην κηδεία της. Αυτά, όμως, δε χωράνε εδώ μέσα.

****
Απ’ την αρχή κιόλας δε μου άρεσε αυτός ο Ποντιακός Σύλλογος, ή μάλλον δε μου άρεσαν αυτοί που τον κουμαντάριζαν, δηλαδή, οι πλούσιοι πόντιοι και τα παιδιά τους. Αυτοί οι Σύλλογοι φτιάχτηκαν με κρατική μέριμνα. Το κράτος τους είχε δώσει τα οικόπεδα μα και παράδες για να φτιάξουν τις κτιριακές τους εγκαταστάσεις. Επίσης, πάλι το κράτος τους επιχορηγούσε, με μεγάλα ποσά. Ξέχωρα που τους έδιναν πολλά λεφτά και οι πλούσιοι πόντιοι, του εσωτερικού μα και του εξωτερικού, αλλά και διάφορα είδη ρουχισμού και τρόφιμα, οι ντόπιοι βιομήχανοι, εργοστασιάρχες, βιοτέχνες κι έμποροι.
Στην αρχή, τότε με τη μεγάλη καταστροφή, οι Σύλλογοι έπαιξαν το ρόλο τους, βοηθώντας τους πόντιους να έρχονται σ’ επαφή με τις διάφορες κρατικές αρχές. Οι πόντιοι ήταν σα νεομετανάστες στην Ελλάδα, αφού δεν ήξεραν ελληνικά. Αντίθετα, οι σμυρνιοί και οι πολίτες – δεν έχω τίποτε με τους ανθρώπους – που δεν είχαν πρόβλημα με τη γλώσσα, αν όχι τίποτ’ άλλο έβρισκαν αμέσως δουλειές. Επίσης, δεν τους εκμεταλλευόντουσαν και τόσο πια άγρια – ναι.., βάρβαρα και πρόστυχα! – όπως έκαναν, με τις ευχές του κράτους, οι βιομήχανοι, οι βιοτέχνες και τα ρέστα, με τους πόντιους.
Τους ποντιακούς συλλόγους, βέβαια, τους κουμαντάριζαν οι εγγράμματοί μας… Έλα, όμως, που οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν ήταν άνθρωποι πάστας και χρηματίζονταν σε βάρος της δυστυχίας της ράτσας μας, ή μάλλον τους αποχαλίνωνε το ίδιο το κράτος. Έχει γούστο οι άνθρωποι να γεννιόνται διεφθαρμένοι, κλέφτες κι απατεώνες.
Με τον καιρό, όμως, οι Σύλλογοι ξέφυγαν απ’ τους σκοπούς τους – όχι όλοι – βλάπτοντας και πολύ μάλιστα τους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες. Είχαν γίνει η γάγγραινα ανάμεσα στους πόντιους. Αντί, δηλαδή, να πατήσουν πόδι, για να φύγουν απ’ τη μέση τα τσαντίρια και οι παράγκες, αυτοί περιοριζόντουσαν στο να μας δίνουν κάνα παπουτσάκι και κάνα ρουχαλάκι, με τις γιορτές.
Μέχρι και το 1964, λοιπόν, υπήρχαν τσαντίρια και παράγκες στην Καλλιθέα, μα και σ’ άλλα προάστια της Αθήνας και του Πειραιά. Τι τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι και κυρίως οι πόντιοι ρωσοπρόσφυγες της δεκαετίας του ΄30. Εντελώς λαθεμένα τους λέγαμε όλους ρωσοπρόσφυγες. Μα ίσως να προέρχονταν από μια άλλη δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης. Ίσως πάλι να φοβόμασταν ακόμα και να προφέρουμε αυτές τις δυο λέξεις: Σοβιετική Ένωση. Αυτοί, λοιπόν, έμειναν σε τσαντίρια για κάπου είκοσι χρόνια, αφού μεσολάβησε και η δεκαετία των πολέμων: ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κι ο Εμφύλιος. Έχει γούστο εκείνα τα χρόνια να έφτιαχναν προσφυγικά σπίτια.
Εκεί, στην Καλλιθέα, λοιπόν, υπήρχε ένα ντουβάρι, κατά μήκος της Συγγρού, κάπου τρακόσα μέτρα μάκρος και πέντε ύψος. Ίσως να το είχαν φτιάξει, στην αρχή, για να προστατεύονται τα τσαντίρια απ’ τους άνεμους και τις θύελλες. Αργότερα, όμως, το είχαν για να κρύβουν τις ντροπές τους: τα τσαντίρια! Απ’ τη μια κυκλοφορούσαν, στη λεωφόρο Συγγρού, με πολυτελέστατα αυτοκίνητα, οι δικοί μας και οι τουρίστες, κι απ’ τη άλλη ήταν το μαρτύριο των τσαντιριών. Σε κάθε 4 – 5 οικογένειες αντιστοιχούσε ένα αποχωρητήριο.
Επίσης, χαλασμός γινόταν και για το ποιος θα έπαιρνε τα προσφυγικά σπίτια. Κι εδώ ήταν βρώμικος ο ρόλος των Συλλόγων, αφού απ’ εκεί περνούσαν οι λίστες των δικαιούχων. Τάχατες γινόταν κλήρωση, ενώ όλα ήταν κανονισμένα από τα πριν. Μ’ αφού έπαιρναν σπίτια ακόμα και οι μη δικαιούχοι. Ήταν μερικοί πόντιοι, ας πούμε, που είχαν πάει στην Μακεδονία. Εκεί έπαιρναν τα τουρκόσπιτα που υπήρχαν και τα χωράφια. Τα παιδιά τους, όμως, αφού έπαιρναν το μερτικό τους – τα χωράφια που δικαιούνταν – με τη μεσολάβηση κάποιου πολιτικάντη και της αστυνομίας, έβαζαν το τσαντίρι τους, στην Καλλιθέα, δίπλα σ’ εκείνα των δικαιούχων. Έτσι, με τον πιο νόμιμο… τρόπο – με τις κληρώσεις δηλαδή – έπαιρναν πρώτα αυτοί το σπιτάκι τους και οι δικαιούχοι περίμεναν για δεκαετίες. Ναι, αλλά όλες οι λαδιές ξεκινούσαν απ’ τους συλλόγους. Οι κουμαντάτορες, ας πούμε, του δικού μας Συλλόγου έβαζαν στις λίστες τους μη δικαιούχους. Θυμάμαι, πως πολλές φορές τους έπαιρναν χαμπάρι κι έπεφτε γερό ξύλο. Οι δικαιούχοι τους ξήλωναν τα τσαντίρια, αλλά αυτοί, με τη βοήθεια της αστυνομίας και του Συλλόγου, τα έστηναν σ’ άλλες περιοχές της Καλλιθέας. Με κάτι τέτοια και πολλά άλλα τα κατάφεραν οι κυβερνήσεις να φτιάξουν το παράκρατος.
Μερικοί, πάλι, πόντιοι, λόγω τύχης.., έπαιρναν σπίτια πολλαπλάσιας αξίας. Αυτά, δηλαδή, που βρίσκονταν πάνω σε κεντρικούς δρόμους και λεωφόρους. Όλα τα εξέχοντα…. πια μέλη του δικού μας Συλλόγου, τέτοια σπίτια είχαν πάρει και παραβιάζοντας τα πολεοδομικά σχέδια, κατεδάφιζαν τα προσφυγικά και στη θέση τους έφτιαχναν πολυκατοικίες, μαγαζιά, γραφεία μέχρι και βιοτεχνίες. Έτσι, σε μερικά χρόνια, γίνονταν πλούσιοι. Ίχνος υπερβολής δεν υπάρχει στα λεγόμενά μου. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, ένα προσφυγικό σπίτι που βρισκόταν στη λεωφόρο Συγγρού. Μα δεν έφτανε αυτό για να κάνει έναν φτωχό πρόσφυγα πλούσιο της εποχής του;
Θα ήταν ανόητο, βέβαια, αν λέγαμε, πως την ευθύνη όλης αυτής της ανακατωσούρας την είχε μόνο ο Σύλλογός κι ας έδινε αυτός στις κρατικές υπηρεσίες τις λίστες με τα ονόματα των δικαιούχων, παίρνοντας μέρος και στις δήθεν κληρώσεις… των σπιτιών. Όχι, το σύστημα μες το οποίον λειτουργούσε ο Σύλλογος, ήταν υπεύθυνο για όλα.
Υπήρχαν, βέβαια, και σύλλογοι που αγωνίζονταν. Αναγκάστηκαν, οι πόντιοι και οι άλλοι πρόσφυγες, να τους φτιάξουν για ν’ ακούγεται κάπως η φωνή τους. Αυτοί, όμως, οι σύλλογοι αν και είχαν χιλιάδες μέλη ήταν σχεδόν παράνομοι. Ούτε το κράτος τους αναγνώριζε, αν και δεν ξόδευαν κρατικούς παράδες, μα ούτε και οι άλλοι, οι προνομιούχοι, σύλλογοι.
****
Ο Σύλλογός μας δεν ήταν αντιπροσωπευτικός. Ενώ, δηλαδή, το καταστατικό έλεγε πως θα μπορούσαν να γίνουν μέλη όλοι οι πόντιοι της περιοχής, που ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες, ο Σύλλογος είχε κάπου διακόσα μέλη. Τόσους ήθελαν για να βρίσκονται συνέχεια οι ίδιοι στο κουμάντο. Σάματις οι αγράμματοι πόντιοι, που καμάρωναν το Σύλλογό τους, ήξεραν αν ήταν μέλη; Θυμάμαι, πως όταν γίνονταν εκλογές χαλνούσε ο κόσμος. Εκατοντάδες πόντιοι περίμεναν στις ουρές για να ψηφίσουν και τους έδιωχνε η αστυνομία.
– Τι θέλετε αφού δεν είστε γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους; τους έλεγαν οι αστυνομικοί.
– Μ’ αυτός είναι ο Σύλλογός μας.
– Δεν είστε μέλη!
– Πώς δεν είμαστε, αφού μας αντιπροσωπεύει ο Σύλλογος κι ενεργεί εξ ονόματός μας;
Στο τέλος οι πιο ζωηροί κατάληγαν στο αστυνομικό τμήμα, για διατάραξη της κοινής ησυχίας…, ή για αντίσταση κατά της αρχής…. και τρέχα γύρευε.
Αυτό τράβηξε για δεκαετίες, μέχρι που, μετά τον Εμφύλιο, βγήκαν στη μέση και τα στολίδια πια της νεοελληνικής ιστορίας: τα Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων. Με μια, δηλαδή, τροποποίηση του καταστατικού, δεν γίνονταν μέλη, ή διαγράφονταν απ’ το Σύλλογο, όσοι δεν είχαν καθαρά… τα φρονήματα.
Ύστερα, πάλι αντικαταστατικά, βρίσκονταν στο κουμάντο του Συλλόγου, πολλοί πλούσιοι πόντιοι, που έμεναν σ’ αριστοκρατικά προάστια. Το καταστατικό έλεγε πως μόνο οι πόντιοι της περιοχής θα μπορούσαν να γίνουν μέλη. Αυτοί, όμως, δήλωναν σαν τόπο διαμονής τους το προσφυγόσπιτο, που είχαν πάρει, στην Καλλιθέα, πριν από χρόνια, κι ας είχε αλλάξει ήδη χέρια.
Κάθε φορά, που ο Σύλλογός μας είχε Γενική Συνέλευση και ήξεραν, οι κομπιναδόροι, πως ο μαστρο Γιάγγος – ήταν οικοδόμος – που ήταν μέλος του Συλλόγου, θα κατάγγελλε όλες τις παραβιάσεις του καταστατικού, τον έπιανε η αστυνομία για εξακρίβωση ταυτότητας ή κάτι τέτοιο, και τον κρατούσαν στο τμήμα μέχρι που να τελειώσουν οι εργασίες της Γενικής Συνέλευσης.
Ξέχωρα εκείνες πια οι διαλέξεις… που έδιναν οι πόντιοι καθηγητές των πανεπιστημίων. Η αίθουσα γιόμιζε από, παιδιά, γριούλες και γεροντάκια, που καλά – καλά δεν μπορούσαν να τα φέρουν βόλτα με τα ελληνικά. Οι βλογημένοι, οι ομιλητές, τα έλεγαν τόσο ακαταλαβίστικα, χρησιμοποιώντας τη βαριά καθαρεύουσα, που ζήτημα αν τους καταλάβαιναν μερικά άτομα – οι επίσημοι – που κάθονταν στην πρώτη σειρά. Μάλιστα, έπεφταν και χειροκροτήματα, όταν ο ομιλητής έλεγε καμιά σοφία…, ή τραβούσε την ουρά των ποντίων. Ναι…, αλλά μαζί με τους (μισο)εγγράμματούς…. μας χειροκροτούσαν και τα γερόντια, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Μα την αλήθεια, αν και ήμουν παιδί ακόμα τόσο πολύ πειραζόμουν με την μυξοκαθαρεύουσα – το πόσο δηλαδή κακομεταχειρίζονταν τους αγράμματους πόντιους – που στην κυριολεξία μίσησα αυτήν τη γλώσσα, φτάνοντας στο σημείο να γίνομαι αλλεργικός μαζί της. Ακόμα και τώρα όταν ακούω τα: Εν τούτοις, εν πολλοίς, εν ολίγοις, επί παραδείγματει, εις το επανιδείν, και τρίχες, μου έρχεται να εκραγώ. Ή μήπως δεν υπάρχει ακόμα η διγλωσσία στον τόπο μας; Να είναι σωστό, δηλαδή, το “ο Ζεύς, του Διός” και “ο Δίας του Δία”. Θυμάμαι πως στα είκοσί μου, όταν πήγα στο νυχτερινό γυμνάσιο δεν μπορούσα να γράψω ούτε μια εκθεσούλα, στην καθαρεύουσα βέβαια. Ευτυχώς που έπεσα σ’ ένα φιλόλογο της προκοπής, που μου είπε μια μέρα:
– Μα τι πάθατε κύριε Γεωργιάδη; Γιατί σκοντάφτετε με τις εκθέσεις;
Ε, κι εγώ του είπα το πρόβλημά μου: την αλλεργία μου.
– Όχι…, αφού τα καταφέρνετε μια χαρά στα προφορικά, γιατί δε γράφετε όπως ακριβώς μιλάτε; Να γράφετε όπως κουβεντιάζετε με τους φίλους σας. Μη στεναχωριέστε σχεδόν όλοι οι καθηγητές, φιλόλογοι και μη, είμαστε δημοτικιστές.
****

Μια δόση η μάνα μου μ’ έβαλε στη λίστα της Φιλόπτωχου Επιτροπής του Συλλόγου, για να πάρω ένα ζευγάρι σκαρπίνια, με το Πάσχα. Πρέπει να ήμουν τότε εννιά χρονών. Αποκλείεται παραπάνω. Πρώτα γιατί στα δέκα μου, άρχισα να κερδίζω παράδες, με τις δουλειές του ποδαριού – κουλούρια και τα ρέστα – και είχα από πολλά ανάγκη… κι όχι από παπουτσάκια κι έπειτα, γιατί μετά τα δέκα μου δεν την άκουγα πια τη μάνα μου, μα ούτε και τους άλλους, κάνοντας αυτό που νόμιζα πως ήταν σωστό. Ύστερα, το λεω σε πολλές μεριές – δε γίνεται διαφορετικά – πως είχα πάνω μου και μια πρόωρη πνευματική ανάπτυξη. Αυτή με γονάτισε, κάνοντάς με να πιστεύω πως ήμουν παλαβός. Δεν θα μπορούσα, βέβαια, να την καταλάβω και σμπαράλιασα τα νεύρα μου, τζάμπα και βερεσέ, με τ’ άσκημα χούγια των μεγάλων.
Λοιπόν, λίγες μέρες πριν απ’ την εκδήλωση άρχισαν να με ζώνουν τα ζουζούνια. Πήγαινα συνέχεια στο Σύλλογο κι έβλεπα τις ετοιμασίες, που έκαναν στην αυλή. Είχαν φτιάξει μια μεγάλη εξέδρα σημαιοστολίζοντας και τον χώρο. Την παραμονή δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Όλη τη νύχτα κρυφοπαρακαλούσα όλους εκείνους που ήξερα τότε σαν παντοδύναμους.
– Θεέ μου, κάνε κάτι να γλιτώσω το ρεζιλίκι. Όχι πολλά πράγματα. Να, να διακοπεί το ρεύμα αύριο για μερικές ώρες. Να μη δουλεύουν τουλάχιστο τα μικρόφωνα. Χριστέ και Παναγιά, ας πιάσει μια νεροποντή, την ώρα της εκδήλωσης, να τους κάνει όλους παπί, γλιτώνοντάς κι εμένα απ’ το ξεφτίλισμα!
Οι παρακλήσεις μου δεν έγιναν δεκτές και φτάσαμε στην εκδήλωση. Η μάνα μου βρήκε ένα σωρό ρούχα, από καλοστεκούμενα παιδιά της γειτονιάς, και μ’ έντυσε στην πένα. Έτσι βρέθηκα μαζί με δεκάδες άλλα φτωχόπαιδα όξω απ’ το Σύλλογο. Πρώτα ήρθε η μουσική του Δήμου, στη συνέχεια οι λυράρηδες και το χορευτικό συγκρότημα του Συλλόγου.
{Παραξενεύουμε με τις εθνικές… πια ενδυμασίες των ποντίων, μα και των άλλων περιοχών της Ελλάδας. Άραγε οι φτωχοί, άλλων εποχών, είχαν παράδες για να φτιάχνουν τέτοια ρούχα; Μάλιστα, μια δόση, είχε έρθει στο χωριό μου ένα ποντιακό θεατρικό συγκρότημα. Έδωσαν δυο παραστάσεις στο σκολειό κι εγώ μωρό ακόμα, βλέποντας τις φορεσιές των ηθοποιών, ρώτησα τη γιαγιά μου:
– Μάνα τρανέσα, είχατε αΐκα φορεσίας, σον Πόντο. (Γιαγιά, είχατε τέτοια ρούχα στον Πόντο;)
– Χε, χε, χε… Όχι, γιάβρου μ’ να λελέβω σε. Ατήν εζάντηναν … Εμείς κ’ είχαμε αΐκα ζουρνάδες. (Όχι, πουλάκι μου, να σε χαρώ. Αυτοί τρελάθηκαν. Εμείς δεν είχαμε τέτοιες παλαβομάρες}.
Σιγά – σιγά άρχισαν να έρχονται και οι επίσημοι: ο Δήμαρχος και οι Δημοτικοί Σύμβουλοι, με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί, πολιτευτές και κληρικοί.
Περνούσαν οι κυρίες από μπροστά μας, τίγκα στο χρυσαφικό και τις γούνες, πιάνοντάς μας κουβέντα και χαμογελώντας. Βέβαια, έκαναν πως μας χάιδευαν αλλά δε μας άγγιζαν. Φοβόντουσαν μήπως είχαμε ψείρες ή καμιά αρρώστια.
Με τα πολλά, αφού κάθισαν όλοι στις θέσεις τους και άρχισαν να γίνονται οι διάφορες ομιλίες, ήρθε κοντά μας μια δεσποινίδα της Φιλόπτωχου. Έπιανε τα κάπως κακοντυμένα παιδιά, προσπαθώντας τάχατες να φτιάξει τα ρούχα τους, κατσαδιάζοντας και τις μανάδες τους:
– Μα τι κακό είναι αυτό με σας; Πώς φέρατε έτσι τα παιδιά σας; Τόσους επίσημους έχουμε!
Η μάνα μου, βέβαια, καμάρωνε με την πονηριά της. Πως, δηλαδή, γλίτωσε την κατσάδα, με τα ξένα ρούχα. Στη συνέχεια η κακομούτσουνη δεσποινίδα μας έκανε κι ένα μάθημα.
– Το νου σας ζωντόβολα, μη μας ρεζιλέψετε! Μόλις ακούσετε τ’ όνομά σας, θα πάτε στην εξέδρα και παίρνοντας το πακέτο σας, να μην ξεχάσετε να φιλήσετε το χέρι της Προέδρου της Φιλόπτωχου. Και να μην ξεχάσετε και την υπόκλιση προς τους επίσημους.
Μάλιστα, μας έκανε και μια μικρή πρόβα. Έβαλε ένα κοριτσάκι, που παίρνοντας πόζα, φώναξε μερικά ονόματα. Αυτή ήταν τάχατες η Πρόεδρος. Ακούγοντας τ’ όνομά τους τα παιδιά, πήγαιναν στο κοριτσάκι, που τους έδινε δήθεν το δώρο τους και της φιλούσαν το χέρι. Με το που ήρθε η σειρά μου, κι επειδή μου άρεσε η μικρή – μα την αλήθεια ήταν πεντάμορφη – της έδωσα ένα ρουφηχτό και παθιασμένο φιλί. Αυτή τα έχασε και τραβώντας το χέρι της, μου είπε θυμωμένα:
– Α, να χαθείς πρόστυχε!
Στο τέλος κάναμε και μια υπόκλιση στα άλλα παιδιά, που δήθεν ήταν οι επίσημοι. Η μάνα μου, βέβαια, με καμάρωνε, έχοντας στο νου της τα σκαρπίνια, που θα έπαιρνα, χωρίς η καψερή να ξέρει το πόσο με πείραζαν όλα αυτά.
(Μα την αλήθεια με παραξένευαν τα καμώματα των μεγάλων, ή μάλλον είχα προβλήματα επικοινωνίας μαζί τους. Έχοντας την πρόωρη ανάπτυξη, δεν τους ανεχόμουν εγώ, αλλά και το αντίθετο).
Στο τέλος ξαναπήγαμε όλοι στην είσοδο της αυλής, περιμένοντας να τελειώσουν οι ομιλίες. Όλα τα παιδιά καλαμπούριζαν μιλώντας για τα δώρα που θα έπαιρναν και για τα γλυκίσματα που θα έτρωγαν κι εγώ έψαχνα να βρω ευκαιρία να την κοπανήσω.
Το ίδιο έκανα κι όταν ήμουν στην Δεύτερη Τάξη του Δημοτικού. Χωρίς να με ρωτήσουν μ’ έβαλαν ν’ απαγγείλω ένα ποίημα σε μια εθνική γιορτή. Αυτά, όμως, δε μου άρεσαν. Δηλαδή, τι θα γιόρταζα; Τη χτυπητή μιζέρια μας; Ύστερα, δε χώνευα και τους ποιητές, εκείνα τα βασανιστικά χρόνια. Μα για σιγά…. Μπορείς έχοντας το στομάχι αδειανό να ενδιαφέρεσαι για ποίηση; Κι επειδή πάλι με δανεικά ρούχα είχα πάει στη γιορτή του σκολειού, τσαντίστηκα και το έβαλα στα πόδια, πριν απ’ την απαγγελία.
Είχα πολλά παράξενα πάνω μου, που τα χρωστούσα μάλλον στην πρόωρη πνευματική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Ταίριαζαν τέτοια καμώματα σ’ ένα παιδί εννιά χρονών; Στο στρατό, πάλι, για μερικούς μήνες ήμουν οδηγός σ’ ένα ασθενοφόρο. Εκεί έπιασα καλές φιλίες μ’ ένα γιατρό, έφεδρο αξιωματικό. Στο μεταξύ δε μπορούσα να καταλάβω τα καμώματά μου. Όταν, ας πούμε, είχα δίκιο δεν υπολόγιζα κανέναν. Μια δόση αρπάχτηκα, ή μάλλον σχεδόν κατσάδιασα κοτζάμ σμήναρχο – το διοικητή μου! – και μάλιστα μπροστά στη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ήμουν οδηγός του και με είχαν στραπατσάρει (αυτό το λεω αλλού). Κι όμως αυτός σκύβοντας το κεφάλι μου είπε μπροστά στους δικούς του:
– Μου φαίνεται παιδί μου πως εσύ έχει περισσότερο μυαλό από μας. Ησύχασε. Αυτό δε θα ξαναγίνει.
Ναι, αλλά οι άλλοι συνάδελφοι, ακόμα κι όταν είχαν δίκιο, έκαναν το κορόιδο. Αντιρρήσεις στο στρατό δεν περνούσαν.
– Μα τόσο παλαβός, ή εγωιστής είμαι… κι όλο θέλω να διαφέρω απ’ τους άλλους; έλεγα στον εαυτό μου.
Γι’ αυτό, όταν ο γιατρός ήταν υπηρεσία, άνοιγα τέτοιες κουβέντες μαζί του. Και μια μέρα μου είπε:
– Μην ανησυχείς, ρε Γιώργη… Τίποτε το στραβό δεν έχεις πάνω σου. Τα δύσκολα χρόνια που πέρασες, μπαίνοντας στο μεροδούλι από μωρό, σ’ έχουν κάνει περήφανο. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να έχω τις δικές σου, πέρα για πέρα, λογικές περηφάνιες. Οι δικοί μου δεν ήταν πλούσιοι. Είχα, όμως, το χαρτζιλίκι μου στο δημοτικό, στο γυμνάσιο και στο πανεπιστήμιο. Πότε άρχισα να βγάζω έστω και μια δεκάρα; Μετά τα είκοσι πέντε μου. Χε, χε, χε… Τα πρώτα δικά μου λεφτά , γαμώτο του, είναι τώρα ο μισθός μου.
Λοιπόν, μετά από πολλά χρόνια, αφού πια τα έφτιαξα…. επιτέλους με τους ποιητές – όχι με όλους – διάβασα ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, “Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο”, που μα την αλήθεια με δικαιώνει απόλυτα, αφού λεει πως προέχουν οι άμεσες ανάγκες των ανθρώπων – φαγί, ρούχο, σπίτι – και μετά έρχεται η ποίηση, τελευταία και καταϊδρωμένη:

…. Θα πάρουμε καινούργια παπούτσια,
θα φτιάξουμε ένα σπίτι με τρία κάτασπρα δωμάτια,
με ηλεκτρική κουζίνα, με ηλεκτρικό σίδερο,
να σιδερώνουμε τ’ αλατζαδένια πουκάμισα τ’ Απρίλη,
να διαβάζουμε ποιήματα κάτω απ’ την πασχαλιά ….

Λοιπόν, πήγε να βγει η ψυχή μου, περιμένοντας στην ουρά. Είχα και τη μανούλα μου που συνέχεια εμένα κοίταζε. Ήμουν ύποπτος φυγής. Υπήρχε το προηγούμενο με τη γιορτή του σκολειού. Πήγα να σκάσω σκεφτόμενος πως, μπροστά σ’ εκατοντάδες άτομα, θα πήγαινα στην εξέδρα, φιλώντας χέρια, κάνοντας και υποκλίσεις. Προτού, λοιπόν, να έρθει η ώρα της διανομής των δώρων, βρήκα την ευκαιρία που ήθελα. Με το που πήραν οι κυρίες της Φιλόπτωχου για μια αγγαρεία τη μάνα μου.., έγινα λαγός!
Αμέσως πήγα στο σπίτι. Πέταξα από πάνω μου τα δανεικά ρούχα, που μου τσουρούφλιζαν το πετσί, κι έκανα μια μακρινή βόλτα, και φτάνοντας μέχρι τις Τζιτζιφιές, αγνάντευα τη θάλασσα. Ναι, ηρεμούσα κάπως σε ξένες γειτονιές. Ακόμα κι αν με λυπόντουσαν, οι άγνωστοί μου, δε με πείραζε και τόσο. Αυτοί, τουλάχιστον, δε μου έπιαναν την κουβέντα. Το ψευτοενδιαφέρον των γνωστών και των εκμεταλλευτών μου, μ’ εξαγρίωνε.

****

Τα σκαρπίνια τα πήρε η μάνα μου. Έλα, όμως, που δεν ήθελα να τα φορέσω. Εξάλλου και οι εντολές ήταν αυστηρές. Πως, δηλαδή, δε θα τα φορούσα τις καθημερινές, ούτε και στο σκολειό, παρά μόνο τις Κυριακάδες, όταν θα πηγαίναμε, με τη μάνα μου, σε καμιά επίσκεψη, ή στην εκκλησιά. Μα για σιγά…. Τα ρούχα τα έχουμε για να σκεπάζουμε τη γύμνια μας και να προστατεύουμε το κορμί μας, κι όχι για φιγούρα.
Για πρώτη φορά θα φορούσα τόσο ωραία παπούτσια. Εγώ την έβγαζα, χειμώνα -καλοκαίρι, με πάνινα. Ευτυχώς, που η μανούλα μου μου έφτιαχνε πυκνά πλεγμένες μάλλινες κάλτσες. Αυτές με κρατούσαν στα πόδια το χειμώνα. Τα φόρεσα, λοιπόν, τα σκαρπίνια μια Κυριακή κι έβαλα τις φωνές, λέγοντας πως ήταν τάχατες κοντά και μου χτυπούσαν τα δάχτυλα. Η μάνα μου, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Τα πήγε στον Κυρ Βάνια, στο τσαγκάρη, που τα έκοψε στη φτέρνα και βάζοντας ένα λουρί, τα έκανε σαν πέδιλα. Εγώ, όμως, το βιολί μου. Έλεγα πως με χτυπούσαν και στα πλάγια, γιατί ήταν τάχατες στενά. Τότε η μάνα μου τα πήγε σ’ έναν άλλο τσαγκάρη, που είχε κάτι καλαπόδια από μέταλλο. Αυτά που ανοίγοντάς τα φαρδαίνουν τα παπούτσια. Εγώ, όμως, δεν ήξερα από τέτοια. Αν φορούσα έστω και μια φορά αυτές τις ντροπές μου, θ’ αρρώσταινα!
(Σχώρα με, μανούλα μου, ηρωίδα του μεροδουλιού, που σ’ έβαλα σε φασαρίες κι έξοδα. Αφού εσύ μ’ έκανες και με ήξερες. Πως, δηλαδή, εγώ δεν άφηνα έτσι εύκολα κανέναν να με τσαλαπατήσει, με κάτι τέτοιες φιλανθρωπίες…)
Στο τέλος τα παρατήσαμε σε μια γωνιά. Κάθε φορά, που η μάνα μου τα έβλεπε απ’ εδώ κι απ’ εκεί, κοιτώντας με παράπονο τις άθικτες σόλες έλεγε:
– Στράφι πήγαν αυτά τα ωραία σκαρπινάκια…
Μετά από καιρό, αποφάσισε – την άκουσα που το έλεγε – να τα δώσει σ’ ένα μικρότερο από μένα παιδάκι. Κι αυτό, όμως, δε μου άρεσε. Μα για σιγά… Γλίτωσα εγώ τα ποδαράκια μου…, και θα μολύναμε τα πόδια κάποιου άλλου αθώου παιδιού; Επίτηδες. λοιπόν, τα καταχώνιασα για να ξεχαστούν και μια Κυριακή, που ήμουν μόνος στο σπίτι, τους έκανα μια κηδεία περιωπής, θάβοντάς τα στο ποτάμι. Ε, αυτό το ποτάμι είναι ο γνωστός πια Ιλισός. Μετά τραβώντας για το δωμάτιο, μου ήρθε στο νου το γνωστό τραγουδάκι κι αλλάζοντάς το λίγο, έφτιαξα κι εγώ το δικό μου:

Εκεί κάτω στον Ιλισό,
υπάρχει κάποιο μυστικό:
τα σκαρπίνια τα θαμμένα,
από τη φτέρνα κομμένα.

Λαλά, λαλά, λαρά, λαλά….

*Γιώργος Μακρίδης
Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας-Αυστραλία

http://www.efenpress.gr/2016/07/blog-post_793.html

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο