Τα τελευταία χρόνια είναι όλο και πιο διαδεδομένο να δίνονται παραστάσεις όπερας σε πρωτότυπους, ασυνήθιστους χώρους, με σκοπό να προσελκυστεί στο είδος ένα νέο ακροατήριο, που δύσκολα θα διάβαινε με δική του πρωτοβουλία το κατώφλι ενός παραδοσιακού λυρικού θεάτρου. Η πρακτική αυτή, που σίγουρα έχει φέρει πολλούς ανθρώπους για πρώτη φορά σε επαφή με τη λυρική τέχνη, έχει και ένα παράπλευρο κέρδος, ότι πολλοί παραδοσιακοί φίλοι του μελοδράματος βγαίνουν και αυτοί από τη συνήθειά τους, προκειμένου να παρακολουθήσουν παραστάσεις σε νέα γι’ αυτούς πρωτότυπα μέρη.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο βρεθήκαμε, λοιπόν, την Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου του 2016 στο Δημοτικό Στάδιο της Καλλιθέας, για την τέταρτη και τελευταία παράσταση της Κάρμεν του Ζορζ Μπιζέ, στο πλαίσιο του 1ου Μεσογειακού Φεστιβάλ που οργανώνει ο τοπικός δήμος. Οι παραστάσεις δόθηκαν στον αύλειο χώρο του σταδίου· ακουστικά ο χώρος ήταν σίγουρα ο πιο ακατάλληλος που θα μπορούσε να βρεθεί, και η παράσταση δόθηκε με μικροφωνική ενίσχυση. Αυτό ήταν ασφαλώς ένα καλλιτεχνικό μείον, μια παραχώρηση στις σύγχρονες συνθήκες ακρόασης, που ελπίζουμε να μην προοιωνίζεται γενικότερα το μέλλον της όπερας!
Από την άλλη βέβαια επέτρεπε να υπάρχει μια χαλαρή ατμόσφαιρα, κάτι σαν θερινό σινεμά, όπου μπορούσες να πιεις μια μπίρα ή να πεις κάτι με τον διπλανό σου, απολαμβάνοντας μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες. Κάπως έτσι, δηλαδή, όπως γνωρίζουμε ότι παρακολουθούσε το κοινό τις παραστάσεις σε παλιότερες εποχές, όταν η όπερα ήταν ακόμα διασκέδαση, προτού αποκτήσει ως τέχνη Ταυ κεφαλαίο. Πέραν από την καλή διάθεση πάντως, η παράσταση αποδείχθηκε και πολύ ευχάριστη και καλλιτεχνικά αξιόλογη.
Στη σύγχρονη εποχή
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Αναστασίου φρόντισε να εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή, παρουσιάζοντας έναν καλοφτιαγμένο, γυμνό άνδρα να κάνει το ντους του στον στρατώνα των Δραγώνων. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ολόκληρος ο λόχος (ντυμένος), που κατέβηκε από το κλιμακοστάσιο κινδύνου του σταδίου. Η δράση είχε βέβαια μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή, με σύγχρονες στρατιωτικές στολές (ενδύματα Θάλεια Ιστικοπούλου). Οι συντρόφισσες της Κάρμεν πάντως ήταν ευδιάκριτα τσιγγάνες, με φανταχτερά πολύχρωμα ρούχα, που ζωντάνευαν τη σκηνή. Η Κάρμεν από την άλλη ήταν ντυμένη πιο σοφιστικέ, θυμίζοντας αυτό που θα λέγαμε «μποέμισσα».
Σκηνικά με τη συνηθισμένη έννοια δεν υπήρχαν. Ως σκηνικό βάθος χρησιμοποιήθηκε η εξωτερική όψη του σταδίου, που φωτιζόταν κατάλληλα τόσο στην εξωτερική της επιφάνεια όσο και εσωτερικά, μέσα από τις μεγάλες τζαμαρίες, αλλάζοντας χρώματα με τη διάθεση της μουσικής και δημιουργώντας συχνά μια υποβλητική εντύπωση. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, επικεντρώθηκε εξ ολοκλήρου στον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης κίνησε πλήθος και πρωταγωνιστές στο εκτεταμένο προαύλιο, χρησιμοποιώντας και τις μεγάλες θύρες του σταδίου για να εξασφαλίσει εντυπωσιακές εισόδους, ειδικά στην αρχή της Δ΄ πράξης.
Η ενσωμάτωση του υπάρχοντος κτιρίου στη δράση θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί μια εκλεκτική συγγένεια με την πρόσφατη Κάρμεν του Ηρωδείου, όπου και ο εκεί χώρος αντιμετωπίστηκε με αντίστοιχη λογική. Γενικότερα, ο Βασίλης Αναστασίου φάνηκε να αξιοποιεί γόνιμα αρκετές ιδέες που έχουμε δει σε σκηνοθεσίες σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα την τελευταία δεκαετία, είτε στην Κάρμεν είτε σε άλλες όπερες. Στη Β΄ πράξη, για παράδειγμα, ο Τορεαντόρ Εσκαμίλιο ήταν σταρ-ποδοσφαιριστής που προσήλθε εποχούμενος σε μηχανή μεγάλου κυβισμού, ενώ οι τσιγγάνοι-λαθρέμποροι αντίθετα μετακινούνταν με ένα πιο ταπεινό τρίκυκλο της καθαριότητας του δήμου. Το πανδοχείο του Λίλας Πάστια ήταν ένα κανονικό κέντρο διασκέδασης, με πάλκο, πίστα, και μάλιστα με πολύ καλό θέαμα λάτιν χορού! (χορογραφία Μαρία Θωμοπούλου).
Ταυτόχρονα όμως ο σκηνοθέτης φρόντιζε να υπάρχουν και ορισμένα πολύ αναγνωρίσιμα σημεία αναφοράς: η αλλαγή φρουράς στην Α΄ πράξη είχε την αναγκαία στρατιωτική «μανούβρα», το πανδοχείο είχε, όπως αναφέρθηκε, χορό, στην Δ΄ πράξη παρέλασε μια «καδρίλια» όχι από ταυρομάχους αλλά από μαζορέτες. Ολα αυτά, και πολλά άλλα ακόμα, ήταν πολύ καλά επεξεργασμένα σε μια παράσταση με εύληπτη αφηγηματικότητα, που επέτρεπε, παρά την απουσία υπέρτιτλων, να παρακολουθήσει κανείς ξεκούραστα την ομολογουμένως αρκετά γνωστή υπόθεση.
Σε ορισμένα σημεία, ο σκηνοθέτης επενέβη ευφάνταστα για να παραλλάξει σε κάποιες λεπτομέρειες την πλοκή. Για παράδειγμα, για να ξεφύγει τη φυλάκιση στο τέλος της Α΄ πράξης, η Κάρμεν δεν σπρώχνει τον (συνεννοημένο) Ντον Ζοζέ, αλλά ως επιτήδεια ελαφροχέρα του παίρνει το κλειδί, λύνει τις χειροπέδες με τις οποίες είναι δεμένη, και τις φοράει σε αυτόν, μοίρα στην οποία εκείνος υποτάσσεται χωρίς αντίσταση, αφού είναι αθεράπευτα ξελογιασμένος από την ερωτική σαγήνη της αιχμάλωτής του.
Και κάποιες άλλες μικρές επεμβάσεις συνέτειναν σε μια πιο συμπυκνωμένη δραματουργία, μαζί με ορισμένες μικρές περικοπές στους διαλόγους, που ήταν πάντως δραματικά δικαιολογημένες. Η σκηνική καθοδήγηση των συντελεστών ήταν καλή και συνολικά η παράσταση είχε πολύ καλό ρυθμό, μολονότι δεν κράτησε και λίγο, αφού παρά τις περικοπές ξεκίνησε λίγο μετά τις 9 το βράδυ και τελείωσε λίγο πριν από τη 1 το πρωί.
Καλή μουσική ροή
Σε αυτό το αποτέλεσμα σίγουρα συνέβαλαν και οι επιλογές του αρχιμουσικού Παναγιώτη Βλάχου, ο οποίος εξασφάλισε μια παράσταση με πολύ καλή μουσική ροή, με ρυθμική αγωγή που αναδείκνυε πολύ ωραία την υπέροχη μελωδική έμπνευση του Μπιζέ, αλλά και τη φραστική των τραγουδιστών της συνολικά καλής και καλά δεμένης διανομής. Η ταιριαστή προς τον ρόλο φωνητική έκταση ήταν ένα μόνο από τα προσόντα που κατέστησαν την Κάρμεν της Μαργαρίτας Συγγενιώτου μουσικά και σκηνικά επιτυχή, μαζί με την αξιοπρόσεκτη σκηνική γοητεία. Το ίδιο ισχύει και για την εύθραυστη, αλλά μουσικότατη Μικαέλα της Μάιρας Μηλολιδάκη, και τον στεντόρειο, αρρενωπό Εσκαμίλιο του Σωτήρη Τριάντη. Ο νέος τενόρος Χρήστος Δεληζώνας, που τραγούδησε τον απαιτητικό Ντον Ζοζέ και στις τέσσερις παραστάσεις, παρά την κόπωση και κάποια μικρά τεχνικά λάθη, ήταν καλός και φάνηκε ότι εξελίσσεται πολύ ενθαρρυντικά σε μια κατηγορία φωνής που λείπει από την αγορά.
Πολύ καλοί ήταν και οι συντελεστές στους μικρότερους ρόλους: Λητώ Μεσσήνη (Φρασκίτα), Χρυσάνθη Σπιτάδη (Μερσέντες), Κωνσταντίνος Ζαμπούνης (Ραμεντάδο), Σπύρος Κλείσσας (Ντανκάιρε)· το κουιντέτο της Β΄ πράξης ήταν πολύ καλά συγχρονισμένο. Η Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών Ωδείου Συγγελάκη, σε διεύθυνση Σταύρου Μπερή, ήταν αρκετά καλή και με πολύ καλή κίνηση, ενώ πολύ καλή ήταν η παιδική χορωδία. Αυτή που εντυπωσίασε πραγματικά πάντως ήταν η Ορχήστρα Ωδείου Ιωάννας Συγγελάκη, που και ως σύνολο ήταν πολύ καλή, αλλά και προσέφερε ωραιότατα σόλι, με ειδική μνεία στην πλαστικότατη φραστική των πνευστών, ιδίως στα ιντερμέδια πριν από την Γ΄ και Δ΄ πράξη.