Οι μελέτες μέχρι σήμερα έχουν δείξει ότι τα θύματα εκφοβισμού στο σχολείο, καθώς και οι ίδιοι οι θύτες, είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν ψυχιατρικά προβλήματα κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο πρόσφατα, ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης ψυχοπαθολογίας επεκτείνεται μέχρι και την ενήλικη ζωή, μερικές φορές ακόμα και μια δεκαετία αφότου ο εκφοβισμός έχει σταματήσει. Η νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Psychiatry είναι σύμφωνα με τους ειδικούς η πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια μέχρι σήμερα για τον καθορισμό των μακροπρόθεσμων συνεπειών του εκφοβισμού στην παιδική ηλικία. «Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν τον αυξημένο κίνδυνο – και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα – αναφορικά με ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων που σχετίζονται με την ψυχική υγεία» ανέφερε η Catherine Bradshaw, ειδικός σχετικά με τον εκφοβισμό και αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου για την Πρόληψη της Νεανικής Βίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins, η οποία δεν συμμετείχε στην μελέτη. Επίσης, πρόσθεσε ότι «η εμπειρία του εκφοβισμού στην παιδική ηλικία μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη ψυχική υγεία κατά την ενήλικη ζωή, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων που είχαν εμπλακεί σε γεγονότα εκφοβισμού, τόσο ως θύματα όσο και ως θύτες». Η έρευνα εξέτασε 1420 άτομα από τη Δυτική Βόρεια Καρολίνα, τα οποία αξιολογήθηκαν 4 έως 6 φορές μεταξύ 9 και 16 ετών. Οι ερευνητές ρώτησαν τόσο τα παιδιά όσο και τους εκπαιδευτικούς τους, εάν είχαν υπάρξει θύματα εκφοβισμού ή είχαν τα ίδια απειλήσει άλλους, σε ένα χρονικό διάστημα 3 μηνών πριν από κάθε αξιολόγηση. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τέσσερις ομάδες: θύτες, θύματα, θύτες που είχαν υπάρξει και θύματα, και παιδιά που δεν είχαν βιώσει ποτέ καταστάσεις εκφοβισμού. Οι συμμετέχοντες αξιολογήθηκαν ξανά κατά τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής τους – 19, 21 και μεταξύ 24 και 26 ετών – με τη χρήση δομημένων διαγνωστικών συνεντεύξεων. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα θύματα εκφοβισμού κατά την παιδική ηλικία είχαν 4,3 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κάποια αγχώδη διαταραχή ως ενήλικες, σε σύγκριση με εκείνους που δεν είχαν ιστορικό εκφοβισμού, είτε ως θύτες είτε ως θύματα. Οι θύτες, που υπήρξαν επίσης και θύματα, αποτέλεσαν την πιο επιβαρυμένη ερευνητική ομάδα: είχαν 14,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν διαταραχή πανικού ως ενήλικες σε σύγκριση με εκείνους που δεν βίωσαν εκφοβισμό και 4,8 φορές πιο πιθανό να παρουσιάσουν κατάθλιψη. Οι άνδρες που ήταν εξίσου θύτες και θύματα ήταν κατά 18,5 φορές πιο πιθανό να έχουν αυτοκτονικό ιδεασμό στην ενήλικη ζωή τους συγκρινόμενοι με τους συμμετέχοντες που δεν είχαν ασκήσει ή δεχθεί εκφοβισμό. Αντίστοιχα, οι γυναίκες της ίδιας κατηγορίας (θύτης και θύμα) είχαν 26,7 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αγοραφοβία σε σύγκριση με τα παιδιά που δεν είχαν εκτεθεί σε συνθήκες εκφοβισμού. Οι θύτες που δεν είχαν υπάρξει θύματα εκφοβισμού, παρουσίασαν 4,1 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας ως ενήλικες σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είχαν δεχθεί ποτέ εκφοβισμό σε νεαρή ηλικία. Οι επιπτώσεις παρέμειναν ακόμα και μετά από την εξέταση των ερευνητών για προϋπάρχοντα ψυχιατρικά προβλήματα ή για άλλους παράγοντες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην εμφάνιση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση, φτώχεια και οικογενειακά προβλήματα. «Θα ήμασταν πραγματικά σε θέση να πούμε ότι η ύπαρξη εκφοβισμού σε νεαρή ηλικία, μπορεί να έχει επίδραση ακόμα και για μια δεκαετία μετά, ανεξαρτήτως άλλων ψυχιατρικών προβλημάτων και αντιξοοτήτων στην παιδική ηλικία», υποστήριξε ο William E. Copeland, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής ψυχιατρικής και συμπεριφορικών επιστημών στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Duke. Ο εκφοβισμός δεν είναι μια ακίνδυνη τελετουργία ενηλικίωσης, αλλά επιφέρει μόνιμη ψυχιατρική βλάβη επί ίσοις όροις με ορισμένες δυσλειτουργίες της οικογένειας, ανέφερε ο Dr. Copeland. «Το πρότυπο που βλέπουμε είναι παρόμοιο με εκείνο που συναντάμε όταν ένα παιδί έχει κακοποιηθεί, παραμεληθεί ή αντιμετωπιστεί πολύ σκληρά εντός του οικογενειακού του πλαισίου» υποστήριξε. Ένας περιορισμός της μελέτης είναι ότι δεν αναλύθηκε ο εκφοβισμός ως προς τη συχνότητα του και ότι η αξιολόγηση των ερευνητών δεν έκανε διάκριση μεταξύ διαπροσωπικών σχέσεων και φανερού/σοβαρού εκφοβισμού. Η έρευνα επικεντρώθηκε μόνο στο σχολικό εκφοβισμό και όχι σε άλλα πλαίσια. Οι περισσότερες γνώσεις των ειδικών σχετικά με τις επιπτώσεις του εκφοβισμού προέρχονται από μελέτες παρατήρησης και όχι από διαχρονικές μελέτες παιδιών. Παλαιότερη έρευνα στη Φιλανδία, βασισμένη σε ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν για μια και μοναδική περίσταση ή αφορούσαν στρατιωτικά μητρώα, χρησιμοποίησε ένα δείγμα 2540 αγοριών προκειμένου να εξετάσει εάν ένας θύτης ή ένα θύμα εκφοβισμού στην ηλικία των 8 ετών, μπορεί να εμφανίσει μια ψυχιατρική διαταραχή 10-15 χρόνια αργότερα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τόσο οι θύτες όσο και τα θύματα, διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ανεπιθύμητων μακροχρόνιων καταστάσεων, ειδικότερα αγχώδεις διαταραχές και αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας. Τα θύματα διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης αγχωδών διαταραχών ενώ οι θύτες είχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αντικοινωνικής διαταραχής της προσωπικότητας.
Πηγή: well.blogs.nytimes.com / www.superdad.gr