Οι άνθρωποι αποτελούμε κοινωνικά όντα, των οποίων η έμφυτη τάση είναι να δημιουργούμε σχέσεις και να συνυπάρχουμε μέσα σε αυτές. Η ανάγκη για δημιουργία κοντινών σχέσεων είναι αυτή που οδηγεί στις φιλικές, επαγγελματικές σχέσεις, καθώς και στη δημιουργία οικογένειας. Ωστόσο, στην καθημερινότητά μας δε δημιουργούμε πάντα σχέσεις κοντινές, σταθερές και μακροχρόνιες.
Ένα ερώτημα, λοιπόν, που ανακύπτει συχνά είναι ποια είναι εκείνα τα στοιχεία σε κάθε σχέση που οδηγούν τα μέρη της να αισθάνονται ασφάλεια, σιγουριά και οικειότητα. Να την κάνουν δηλαδή μοναδική και σημαίνουσα. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν πάνω σε αυτό το θέμα, ξεκινώντας από το δεδομένο ότι οι κοντινές και οικείες σχέσεις όλων των ειδών (φιλικών, ερωτικών, επαγγελματικών) έχουν παρόμοια στοιχεία αλλά και πολλά διαφορετικά. Στην προκειμένη περίπτωση θα αναλυθούν τα στοιχεία που κάνουν μοναδική μια συντροφική – συζυγική σχέση και που μπορεί να οδηγούν στην καλύτερη ψυχική υγεία των μερών της και στην εξέλιξη της ίδιας της σχέσης ή στη διακοπή της όταν αυτά εκλείπουν.
Μια συντροφική – συζυγική σχέση αποτελεί την πιο γνωστή, μακροχρόνια, συνεργατική αλληλεπίδραση και είναι μοναδική γιατί υπάρχουν στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν τα οποία δεν υφίστανται σε άλλες δυαδικές σχέσεις (Jackson, 1965). Κάποια από αυτά είναι η αποκλειστικότητα, η μονιμότητα και οι κοινοί στόχοι.
Δύο άνθρωποι που επενδύουν συναισθηματικά ο ένας στον άλλο έχουν την προσδοκία ότι αυτή η σχέση θα παρέχει συνεχή φροντίδα σε όλα τα επίπεδα (συναισθηματικό, πρακτικό, οικονομικό, κλπ). Πρόκειται για ανθρώπους ισότιμους, οι οποίοι εισέρχονται στη σχέση με τα ατομικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία χρειάζεται να διατηρήσουν ως ένα βαθμό, προκειμένου ο καθένας να κρατήσει την ατομικότητά του αλλά και να τα εξομαλύνουν προς όφελος του συλλογικού, ώστε η σχέση να μπορεί να προχωρήσει και να εξελιχθεί. Παράλληλα, το κάθε μέλος της σχέσης εισέρχεται σε αυτή έχοντας συγκεκριμένες αντιλήψεις για τον τύπο και τη μορφή που θα έχει, αντιλήψεις που πηγάζουν από τις ενδοβλημένες του εικόνες για την οικογένεια και τη συντροφική σχέση εν γένει.
Σε αυτό το πλαίσιο, δε μιλάμε για ανθρώπους που έχουν μόνο ομοιότητες, καθώς η διαφορετικότητα των δύο συντρόφων μπορεί να φέρει συμπληρωματικότητα στη σχέση και άρα να οδηγεί στην επίλυση επικείμενων προβλημάτων. Οι κοινοί στόχοι ενός ζευγαριού είναι ένα από τα στοιχεία που διαχωρίζουν τη συγκεκριμένη σχέση από άλλες (φιλικές, επαγγελματικές, κλπ). Οι κοινοί στόχοι αναφέρονται κυρίως σε επίπεδο διαχείρισης μιας, συχνά δύσκολης, καθημερινότητας καθώς ακόμα και στη διαχείριση οικονομικών θεμάτων, ανατροφής των παιδιών, κλπ.
Επίσης, ένα ζευγάρι χρειάζεται να προβεί σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να επεξεργαστεί και να επιλύσει θέματα που σχετίζονται με την ευρύτερη οικογένεια των μερών του (γονείς, αδέρφια, κλπ), καθώς και θέματα που αφορούν την κοινή του κοινωνική ζωή (με ποιους ανθρώπους θα βγαίνουν, ποια είναι εκείνα τα πράγματα που θα κάνουν στον ελεύθερο χρόνο τους, κλπ). Η αποτελεσματική διαχείριση της καθημερινότητας πραγματοποιείται μέσα σε ένα πεδίο αναστοχασμού από το κάθε μέλος, στο οποίο να μπορεί να νοηματοδοτηθεί αυτό που λέγεται ανά πάσα στιγμή είτε ρητά μέσω του λόγου, είτε άρρητα μέσω της συναισθηματικής έκφρασης και να υπάρξει η κατάλληλη ανατροφοδότηση. Με αυτό τον τρόπο η επικοινωνία μπορεί να παρουσιάζει λιγότερα κενά και να προχωράει πιο εποικοδομητικά.
Η μοναδικότητα της συντροφικής σχέσης έγκειται αναπόφευκτα και στην ερωτική σχέση που συνδέει τα μέλη της, μια ερωτική σχέση που χρειάζεται να έχει τα στοιχεία της αποκλειστικότητας, ώστε τα τρίτα μέρη να αποκλείονται αυτόματα από το δυαδικό σύστημα (Jackson, 1965). Όσο αυτή η συνθήκη υφίσταται είναι κυρίαρχο το συναίσθημα της εμπιστοσύνης και της αμοιβαίας υποχώρησης στο πλαίσιο της δημιουργίας ασφάλειας για το/τη σύντροφό μας. Παράλληλα, πρόκειται για ένα είδος σχέσης που βασίζεται στη σταθερότητα και στην απουσία ρήξης ικανής να τη διακόψει. Πιο συγκεκριμένα, ένα ζευγάρι προκειμένου να προσαρμόσει τις όποιες ατομικές ανάγκες στις ανάγκες της ίδιας της σχέσης χρειάζεται να προβεί σε διαπραγματεύσεις, διαφωνίες και κάποιες φορές συγκρούσεις. Η σταθερότητα έγκειται στην αμοιβαία αντίληψη ότι οι αναγκαίες αυτές διαπραγματεύσεις δε θα προκαλέσουν την οριστική διάλυσή της αλλά θα οδηγήσουν στην εξέλιξή της.
Επιπλέον, η σχέση δημιουργεί προσδοκίες στα μέρη της, στις οποίες καλούνται να αντεπέξελθουν. Αν η σύζυγος ζητήσει από το σύζυγο να κάνουν ένα ταξίδι κι εκείνος απαντήσει θετικά, εκείνη περιμένει ότι σε εύλογο χρονικό διάστημα αυτή η επιθυμία θα πραγματοποιηθεί. Αν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα κι αυτό δε συμβεί ή δεν αιτιολογηθεί η όποια καθυστέρηση η σύζυγος ματαιώνεται και μπορεί να υπάρχει ρήξη στη μεταξύ τους εμπιστοσύνη. Επομένως, η συνέπεια σε συμφωνηθέντα είναι σημαντική για το συνεχές της φροντίδας που είναι απαραίτητο για τη συντροφική σχέση.
Τέλος, το μοίρασμα μεταξύ των συντρόφων είναι σημαντικό στοιχείο για την ίδια τη σχέση. Το μοίρασμα μπορεί να αφορά συναισθηματικό «δούναι και λαβείν» αλλά μπορεί να σημαίνει και τη δημιουργία νέων κοινών πραγμάτων (νέες κοινές ρουτίνες, τεκνοποίηση, κοινές αγορές, κλπ).
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι μια συντροφική σχέση χρειάζεται ένα συγκεκριμένο επίπεδο ψυχικής ωριμότητας και από τα δύο μέρη προκειμένου να εξελιχθεί και άρα να εξελιχθούν και τα μέρη της μέσα σε αυτή και όταν αυτή η ωριμότητα δεν υφίσταται στον ίδιο βαθμό και από τους δύο συντρόφους η σχέση συχνά μπορεί να κινδυνεύει με διάλυση. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και όταν οι ανάγκες των συντρόφων αλλάζουν αλλά με διαφορετικό τρόπο για τον καθένα. Πολύ συχνά ζητήματα τέτοιου τύπου είναι που οδηγούν ένα ζευγάρι στο γραφείο ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας είτε γιατί η σχέση παρουσιάζει δυσκολίες που μοιάζουν ανυπέρβλητες είτε γιατί κάποιο από τα δύο μέρη μπορεί να παρουσιάζει προβλήματα ψυχικής υγείας που επηρεάζουν την ίδια τη σχέση.
Jackson, D.D. (1965). Family Rules: Quid Pro Quo. Archives of General Psychiatry
Πηγή Tromaktiko