H ΓΣΕΒΕΕ προσπαθεί να ανιχνεύσει την κατάσταση μετά την κρίση και ειδικότερα να εντοπίσει τις συνέπειες για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις: για τον κόσμο εκείνο, δηλαδή, που εξ ορισμού εκπροσωπεί και φροντίζει για τα συμφέροντά του.
Υπάρχουν, όμως, στοιχεία και τεκμήρια που συνηγορούν και επιτρέπουν να γίνεται λόγος για μια ευοίωνη κατάσταση «μετά την κρίση» ή μήπως είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι; Πράγματι, τόσο τα επίσημα διαθέσιμα στοιχεία όσο και εκείνα που έχουν προκύψει από τις έρευνες ή τις επεξεργασίες και εκτιμήσεις του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, δείχνουν ότι δειλά-δειλά η ελληνική οικονομία πορεύεται σε μια τροχιά ανάκαμψης – και εφόσον αυτή αποδειχθεί βιώσιμη – οικονομικής ανάπτυξης.
Προς το παρόν, βέβαια, αυτό που χαρακτηρίζει το ξεκίνημα αυτού του «μετά» είναι τα ασταθή και εύθραυστα γνωρίσματά του. Και να μην ξεχνάμε: ο κόσμος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα ίσως είναι εκείνο το κοινωνικό στρώμα με τις μεγαλύτερες απώλειες και τα περισσότερα θύματα από την κρίση και την πολιτική των τριών Μνημονίων.
Θα αναφερθώ σε μία πτυχή αυτού του «μετά», η οποία όχι μόνο είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει αλλά ταυτόχρονα δείχνει ότι η όποια αισιοδοξία μας πρέπει να είναι ιδιαίτερα συγκρατημένη και οι προσδοκίες μας χαμηλές. Το στοιχείο αυτό που θα μας συνοδεύσει τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια είναι το περίφημο καθεστώς επιτροπείας εκ μέρους του ESM, υπό το οποίο θα βρίσκεται η ελληνική οικονομία, αλλά επίσης η συνέχιση της πολιτικής της δημοσιονομικής λιτότητας, η οποία απορρέει από το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» που διέπει την οικονομική πολιτική όλων των χωρών – μελών της Ευρωζώνης.
Επομένως, ακόμα και μετά τη λήξη της πολιτικής των Μνημονίων και των δεσμεύσεων που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις, η Ελλάδα ως μία οικονομία υπερχρεωμένη χώρα θα είναι υποχρεωμένη να εξακολουθήσει την πολιτική της λιτότητας. Και, όπως όλοι γνωρίζουμε μία οικονομική πολιτική λιτότητας έχει αρνητικές επιπτώσεις στα εισοδήματα των πολιτών. Και, όπως όλοι γνωρίζουμε επίσης, τα εισοδήματα των πολιτών είναι τα έσοδα για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι αυτές αντλούν τα έσοδά τους στο μεγαλύτερο βαθμό, αν όχι αποκλειστικά, από την εγχώρια ζήτηση.
Τι είναι, όμως, αυτό που από τώρα γνωρίζουμε ότι θα καθορίσει ακόμα και στο «μετά» την οικονομική πολιτική της λιτότητας; Από τώρα γνωρίζουμε ότι η δημοσιονομική πολιτική είναι δεσμευμένη από μία παραμετρική συνθήκη και από έναν, ας πούμε, καταναγκασμό. Και αυτή η παραμετρική συνθήκη και ο καταναγκασμός δεν είναι άλλος από την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό. Πιο συγκεκριμένα, ήδη στη συμφωνία που συνόδευσε το Τρίτο Μνημόνιο αλλά και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί μέχρι το 2022 να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ίσα με το 3,5 % του ΑΕΠ. Κατ’ ελάχιστον αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα αντιστοιχούν, σε απόλυτες τιμές, σε 6,1 δις ευρώ ετησίως. Επομένως, για μία περίοδο πέντε ετών το συνολικό ποσό που θα προκύψει από τα πλεονάσματα αυτά θα φτάσει τουλάχιστον ένα ύψος πάνω από 30 δις ευρώ.
Αυτό το ποσό των 30 δις ευρώ κατ’ ελάχιστον είναι ένα εξόχως υψηλό ποσό που θα αποσυρθεί από την ελληνική οικονομία.
Και αυτή είναι μόνο η γενική εικόνα. Τα πράγματα, όμως, αποκτούν ακόμα πιο τραγικές διαστάσεις εάν λάβουμε υπόψη και τις πηγές από τις οποίες θα προέλθουν αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα. Οι πηγές αυτές είναι τρεις: (α) αύξηση των εσόδων του προϋπολογισμού και συγκεκριμένα αύξηση της φορολογίας, (β) μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού ή το πιο πιθανό (γ) ένας συνδυασμός αύξησης των φορολογικών εσόδων και μείωσης των δημοσίων δαπανών, ένα «μείγμα» δηλαδή από τα δύο σκέλη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η πιθανή επιλογή της τρίτης εναλλακτικής, δηλαδή ο συνδυασμός αύξησης των φορολογικών εσόδων και μείωσης των δαπανών, δεν είναι σε κάθε περίπτωση κάτι νέο και καινοφανές. Είναι η πολιτική που έχει υιοθετηθεί και υλοποιηθεί μέχρι τώρα από όλες τις κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν η μία την άλλη από το 2010 και μετά.
Από την άποψη, επομένως, της δημοσιονομικής λιτότητας η εποχή του «μετά» δεν θα διαφέρει ουσιαστικά από την εποχή του «πριν».
Σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιονομικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2013 και 2016 οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, το σύνολο δηλαδή των δημοσίων δαπανών, μειώθηκε από 112,3 δις ευρώ περίπου στα 86,7 δις ευρώ περίπου. Εάν από το ποσό αυτό αφαιρεθούν οι δαπάνες για εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους, τότε το ποσό αυτό προσδιορίζεται στα 80, 3 δις ευρώ. Κατά το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα – και αυτό σε πείσμα της αύξησης των φορολογικών συντελεστών – τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκαν από 88,5 δις ευρώ σε 87,4 δις ευρώ. Από αυτά τα επίσημα στοιχεία γίνεται σαφές ότι η δημοσιονομική «εξυγίανση» και ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος επιτεύχθηκε και υλοποιήθηκε κυρίως από τη μείωση των δημοσίων δαπανών και όχι από το σκέλος των εσόδων. Αλλά και από τα στοιχεία της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2017 παρατηρούμε μία αξιοσημείωτη υστέρηση των εσόδων και ιδιαίτερα των φορολογικών εσόδων.
Τέλος, με δεδομένη τη μείωση των δημοσίων δαπανών αλλά και με τη μείωση των εσόδων η εξίσου δεδομένη πολιτική της δημοσιονομικής λιτότητας, η οποία θα εξακολουθήσει και στην «μετά» το Τρίτο Μνημόνιο εποχή, το περιβάλλον και οι προοπτικές για το μέλλον των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν φαίνεται να δείχνουν σημάδια εμφανούς βελτίωσης. Εκτός από την αποτυχία διεύρυνσης της φορολογικής βάσης τα στενά χρονικά περιθώρια περιορίζουν τη φορολογική πολιτική σε μια στενόμυαλη ταμειακή λειτουργία χωρίς με τον τρόπο αυτό να λαμβάνεται μέριμνα τόσο για την αναδιανεμητική όσο και για την αναπτυξιακή λειτουργία της φορολογικής πολιτικής. Οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής στον κόσμο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχουν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται.
Η αδήλωτη επιχειρηματική δραστηριότητα και ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των μικρών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων δεν αποδυναμώνει μόνο τη συνοχή μεταξύ τους και με τον τρόπο αυτό τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες αλλά καταστρέφει και τη βάση της «αναπτυξιακής πυραμίδας», προσθέτοντας με τον ίδιο τρόπο περισσότερα στοιχεία αβεβαιότητας στην ίδια την αναπτυξιακή διαδικασία.
*O Γιώργος Κουράσης είναι γενικός γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ
Φωτογραφία: Sooc / liberal.gr