Ο «καράφλας», ο «χοντρούλης», ο «ψηλός» και ο «κοντός» – Πρωταγωνιστές, έξι άτομα ηλικίας 25 έως 54 ετών, ενώ ταυτοποιήθηκε και αναζητείται ένας 30χρονος Έλληνας
Η ακτινογραφία του μαφιόζικου κυκλώματος που ρήμαζε αυτοκίνητα στην Αθήνα ανάμεσα τους και δεκάδες Smart, τα διέλυε ή τα μεταμόρφωνε σε άλλα οχήματα και στη συνέχεια τα έριχνε στη μαύρη αγορά αποκαλύπτεται μέσα από τη δικογραφία που παρουσιάζει το protothema.gr.
Το κύκλωμα που εξάρθρωσε η Υποδιεύθυνση Δίωξης Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, αποτελεί για τους αστυνομικούς μια σημαντική οργάνωση η οποία με στρατηγείο στα δυτικά προάστια, είχε απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την Αττική και έκανε χοντρές δουλειές «ξαφρίζοντας» οχήματα που παρουσίαζαν μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον.
Πρωταγωνιστές, έξι άτομα ηλικίας 25 έως 54 ετών, ενώ ταυτοποιήθηκε και αναζητείται ένας 30χρονος Έλληνας, ο οποίος φέρεται να είχε ενεργό ρόλο στη μαφιόζικη ομάδα.
Η οργάνωση, μέχρι και σήμερα, έχει «εξαφανίσει» τουλάχιστον δώδεκα οχήματα με όφελος το οποίο ξεπερνά τις 200.000 ευρώ. Οι αστυνομικοί, εξετάζουν τη συμμετοχή τους και σε άλλες υποθέσεις που έχουν διαπραχθεί με την ίδια μεθοδολογία. Παράλληλα, στο μικροσκόπιο έχουν μπει η προέλευση των δίκυκλων μοτοσυκλετών, κινητήρων, πινακίδων, εγγράφων αλλά και η ταυτοποίηση των κλοπών και των οχημάτων από τα οποία προέρχονται.
Πώς «μεταμόρφωναν» τα κλεμμένα
Όπως αναφέρεται στο διαβιβαστικό της Ασφάλειας, η αντίστροφη μέτρηση για τη δράση του κυκλώματος ξεκίνησε στις αρχές Φεβρουαρίου.
Μια πληροφορία που έδινε συγκεκριμένα πρόσωπα και λεπτομέρειες για τον τρόπο που λειτουργούσε το κύκλωμα, άνοιξε τον δρόμο των ερευνών στους αστυνομικούς.
Αμέσως ο σούπερ κοριός έπιασε δουλειά και οι αστυνομικοί άκουγαν όλα όσα έλεγαν τα μέλη του κυκλώματος και τα σχέδια τους.
«Από τη συνδυαστική μελέτη και ανάλυση νόμιμα καταγεγραμμένων συνομιλιών, από την ανάλυση βιντεοληπτικών υλικών από χώρους στους οποίους διεπράχθησαν κλοπές και ανευρέσεις οχημάτων από πληροφορίες που περιήλθαν στην υπηρεσία μας καθώς και από την επιτήρηση υπόπτων διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν συστήσει και ενταχθεί σε εγκληματική οργάνωση, η οποία προβαίνει σε κατ’ επάγγελμα κλοπές Ι.Χ.Ε αυτοκινήτων ιδιαίτερα εμπορικών και με μεγάλη αγοραστική ζήτηση με προτίμηση στα αυτοκίνητα μάρκας Ford μοντέλα Fiesta και Focus, Τoyota ιδιαίτερα τα μοντέλα Yaris, I.Q και Augo καθώς και οχήματα μάρκας Smart», αναφέρεται στο διαβιβαστικό.
Στις επόμενες γραμμές οι συντάκτες ξεδιπλώνουν τον τρόπο δράσης.
«Τα μέλη της οργάνωσης, υπό την καθοδήγηση του αρχηγού, αναζητούσαν είτε σε ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, είτε από συνεργεία αυτοκινήτων, οχήματα τρακαρισμένα τα οποία είχαν υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές και η επισκευή τους ήταν ασύμφορη για τους ιδιοκτήτες τους. Όταν, λόγω της περιορισμένης εγχώριας αγοράς μεταχειρισμένων – τρακαρισμένων οχημάτων αυτών δεν ήταν εφικτό, τότε ο αρχηγός της οργάνωσης αναζητούσε τρακαρισμένα οχήματα, από το εξωτερικό τα οποία αγόραζε και στην συνέχεια εισήγαγε στην Ελλάδα όπου και τα ταξινομούσε. Εντύπωση δε, προκαλεί το γεγονός ότι ορισμένες φορές, παρά τις ιδιαίτερα σοβαρές υλικές ζημιές που είχαν τα προς εισαγωγή οχήματα, επέμεναν να εισάγουν και το “κουφάρι” αυτών και όχι μόνο τα έγγραφα τους.
Επέλεγαν τα οχήματα με βασικό κριτήριο τη ζήτησή τους από το αγοραστικό κοινό και συνήθως φρόντιζαν πρώτα να έχουν στην κατοχή τους το τρακαρισμένο όχημα και στην συνέχεια αναζητούσαν όχημα να αφαιρέσουν, ίδιας μάρκας, τύπου και αν είναι δυνατόν και χρωματισμού προκειμένου να μην προβαίνουν σε δήλωση αλλαγής χρωματισμού των οχημάτων στο υπουργείο Συγκοινωνιών”, ενέργεια στην οποία προβαίνουν συνήθως τα άτομα που διαπράττουν κατ΄επάγγελμα κλοπές οχημάτων.
Ακολούθως, και αφού αφαιρούσαν τα οχήματα που είχαν στοχοποιήσει, είτε «πάντρευαν» τα ανταλλακτικά από τα κλεμμένα οχήματα με αυτά που έλειπαν ή είχαν καταστραφεί από τα «τρακαρισμένα» που είχαν στην κατοχή τους, είτε πλαστογραφούσαν στους αριθμούς πλαισίου των κλεμμένων αυτοκινήτων, τους αριθμούς πλαισίου που είχαν τα τρακαρισμένα και τα παρουσίαζαν ως νόμιμα. Με αυτό τον τρόπο, καθίστατο δυσχερής έως και ανέφικτη, η ταυτοποίηση και ο προσδιορισμός της προέλευσης των εξαρτημάτων που τοποθετούνταν στα «τρακαρισμένα» αυτοκίνητα, επιτυγχάνοντας έτσι, την «νόμιμη» κυκλοφορία τους».